Το εγκλωβισμένο παιδί
Post Views: 22
Εκείνη την ημέρα στο μετρό, εκείνος ο άντρας με τα ολόλευκα μακριά μαλλιά σαν μπαμπάκι και το ωχρό πρόσωπο είχε απλώσει το κοκαλιάρικο χέρι του και μου ζητούσε βοήθεια. «ΠΕΙΝΑΩ», μου είπε απελπισμένος. Περνώντας βιαστική του σκούντησα το χέρι, ίσως και να τον πόνεσα λίγο, στριμώχτηκα στο μετρό σαν παστή σαρδέλα, έχοντας διπλωμένο σχολαστικά στη μεγάλη μου ταμπά τσάντα τον ατομισμό μου, ή αλλιώς «την πάρτη μου» και έφυγα. Το μετρό έφυγε δηλαδή αφήνοντας πίσω του εκείνο το ενοχλητικό σφύριγμα.
Άλλη μια φορά ήταν, θυμάμαι, που άκουγα ουρλιαχτά από το απέναντι διαμέρισμα. Γυναικεία ουρλιαχτά. Έπινα τον καφέ μου και ήταν άκρως ενοχλητικό να ακούω αυτό το πράγμα! Τσιρίδες να μου τρυπούν τα τύμπανα των αυτιών! Η περιέργειά μου με τράβηξε από τη μύτη και περπατώντας στις μύτες των ποδιών κρυφοκοίταξα από το ματάκι της πόρτας. Εκείνος ο τυπάκος με τα γυαλάκια και την φαλάκρα που μένει στο απέναντι διαμέρισμα με τη γυναίκα του, τραβούσε εκείνη από τα μαλλιά! Εκείνη ήταν που ούρλιαζε και μάλιστα αυτό γινόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας, γι’ αυτό ακούγονταν τόσο έντονα οι φωνές. «Δεν πάνε καλά. Και δε του φαίνεται του τύπου ότι είναι νταής, μισή μερίδα άνθρωπος!» σκέφτηκα, μάζεψα την περιέργειά μου, πήρα την αδιαφορία μου και τη βούτηξα σαν κουλουράκι στον καφέ μου που – γαμώτο! – μ’ αυτά και μ’αυτά είχε κρυώσει!
Κι άλλη μια φορά ένας κύριος, γύρω στα ογδόντα θα ήταν, κάπου στη Λεωφόρο Κηφισίας, επιχείρησε να περάσει από τη διάβαση πεζών με κόκκινο για τους πεζούς και τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Σφάδαζε από τους πόνους. Από ό,τι κατάλαβα είχε σπάσει το πόδι του. «Μα, καλά, πού πάει ο μπάρμπας, δεν του έμαθε κανείς ότι με τον Γρηγόρη περνάμε και με τον Σταμάτη σταματάμε; Τέτοια κάνουν τα παππούδια και μετά λένε για τη νεολαία», μονολόγησα, άρπαξα την πέτρινη καρδιά μου από το χέρι και φύγαμε για τις δουλειές μας.
Το αποκορύφωμα όμως ήταν όταν ένα μεσημέρι του Απριλίου που ενώ προσπαθούσα να ξεκουράσω το δόλιο μου κορμί, ένα πιτσιρίκι έπαιζε μπάλα στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Έκανε τόση φασαρία που μου ερχόταν να βγω έξω να το βρίσω! Φυσικά και δεν έφταιγε αυτό αλλά η μάνα του που το είχε ξαμολυμένο μεσημεριάτικο! Ε, δεν άντεξα, βγήκα στο μπαλκόνι και άκουσε ό,τι δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του! Τι «βλαμμένο» το είπα, τι «κακομαθημένο», τι «ανισόρροπο», τι «απροσάρμοστο». Έφυγε κλαίγοντας μεν, αλλά εγώ ξεθύμανα. Είπα στη συνείδησή μου: «πάμε τώρα να κοιμηθούμε» και κοιμηθήκαμε τον ύπνο του δικαίου.
Την επόμενη μέρα από αυτό το τελευταίο γεγονός, ενώ είχα επιστρέψει σπίτι από τη δουλειά και είπα να πάρω τον καθιερωμένο μεσημεριάτικο υπνάκο μου, νιώθω μια έντονη πείνα. Σηκώνομαι να πάω στο ψυγείο να δω τι θα μπορούσα να τσιμπολογήσω. Γεμάτο με καλούδια το ψυγείο μου, σκεφτόμουν τι θα φάω. «Μμμ… Παστίτσιο!» Απλώνω το χέρι μου να πιάσω το τάπερ, εξαφανίζεται το τάπερ! «Μα πώς;», μονολογώ. Πάω να πιάσω ένα φρούτο, εξαϋλώνεται το φρούτο! Αρχίζω και τρέμω! Τα δόντια μου χτυπιούνται μεταξύ τους, ζαλίζομαι, φοβάμαι! «Τι γίνεται εδώ, Χριστέ μου; ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ Ο ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΥΡΑΝΟΙΣ…», αρχίζω να προσεύχομαι, να ζητάω βοήθεια από τον Θεό, νομίζω ότι αρχίζω να τρελαίνομαι, ιδρώνω! Εξαφανίστηκαν όλα τα τρόφιμα πια από το ψυγείο! Από τα ντουλάπια! Από το σπίτι! Αρχίζω και ουρλιάζω! Μου θυμίζω την κοπέλα από το απέναντι διαμέρισμα! Ίδιο ουρλιαχτό, ίδια φωνή! Μέσα στα ουρλιαχτά μου νιώθω κάποιος να μου τραβάει τα μαλλιά! Πονάω! Το σκαλπ μου κοντεύει να ξεριζωθεί, βλέπω τρίχες στο πάτωμα κι εγώ σέρνομαι μέσα στα δωμάτια του σπιτιού ενώ κάτι αόρατο μου τραβάει τα μαλλιά! Ενώ περιφέρομαι έρμαιο μέσα στο σπίτι σε οριζόντια θέση σερνώμενη, ένα απόκοσμο κρακ κάνει ολόκληρη την ύπαρξή μου να φρίξει! Το γόνατό μου βρήκε στον τοίχο του χωλ και έκανε το δεξί μου πόδι να σπάσει σε δύο κομμάτια! «Θεέ μου, κάποιος να με βοηθήσει», φωνάζω με όλη μου τη δύναμη! Κανείς. Ερημιά. Ούτε κελάηδισμα πουλιού από έξω δεν ακουγόταν. Νεκρική σιγή. Σαν να ήμουν μόνη μου σε αυτόν τον κόσμο. Μόνο το κλάμα ενός παιδιού άρχισε να ακούγεται από κάπου πολύ μακριά. Τόσο μακριά, σαν από άλλο κόσμο! Το κλάμα ακουγόταν όλο και πιο κοντά μου, πιο κοντά, όλο και πιο κοντά, από μέσα μου σχεδόν! Ήταν από μέσα μου! Έβγαινε από μέσα μου! Μέσα στο στήθος μου έκλαιγε το παιδί! Στάσου! Όχι απλά μέσα στο στήθος μου! Μέσα από την καρδιά μου! «Πάρε με αγκαλιά!», με παρακάλεσε. «Ποιος είσαι; Τι θες από μένα; Βγες από μένα, ρε κωλόπαιδο, άσε με ήσυχη!», είπα ουρλιάζοντας. «Πάρε με αγκαλιά!», ξαναείπε. «Μα πώς; Πώς να σε πάρω αγκαλιά αφού είσαι μέσα στο στήθος μου; Βγες να σε πάρω!», αποκρίθηκα. «Δεν μπορώ, έχω εγκλωβιστεί εδώ μέσα. Είμαι πάνω από τριάντα χρόνια εδώ μέσα και κανείς μέχρι τώρα δε με πήρε ποτέ αγκαλιά. Πάντα άκουγα βρισιές, έτρωγα ξύλο, μου λέγανε ότι είμαι άχρηστο, βλαμμένο, απροσάρμοστο, ανισόρροπο, κακομαθημένο. Μου λέγανε να το βουλώσω και όταν έπαιζα μπάλα κάποιες φορές μου λέγανε να σταματήσω αλλιώς θα με θάψουν. Τουλάχιστον εσύ μήπως μπορείς να με πάρεις μια αγκαλιά;».
Άνοιξα τα χέρια μου διάπλατα και αγκάλιασα δειλά τον εαυτό μου. Στην αρχή απαλά. Σαν να αγκάλιαζα έναν ξένο. Χωρίς οικειότητα, με δισταγμό. Ύστερα πιο δυνατά. Μέχρι που με έσφιξα τόσο πολύ που από την ένταση άρχισα να κλαίω δυνατά! Τόσο δυνατά που δεν ήξερα πια αν ήμουν εγώ που έκλαιγα ή εκείνο το παιδί! Μάλλον ήταν και των δύο το κλάμα. Δύο κλάματα που συγχωνεύτηκαν και έγιναν ένα.
Έμεινα για ώρα έτσι μέχρι που ξύπνησα από το λυγμό μου. Ξύπνησα σε στάση εμβρυακή με τα χέρια γύρω από τον εαυτό μου, να με σφίγγω, να με σφίγγω πολύ…
Ο θυμός άρχισε να ξεθυμαίνει, η συγχώρεση να λειτουργεί κι εγώ είχα πια συναντηθεί με εκείνο… Εκείνο το παιδί…
Εύα Κοτσίκου
Post Views: 22