9 Νοεμβρίου 2024
Share

Όνομα χωρίς παραμύθι

Post Views: 36

Σήμερα, 27 Απριλίου 1941, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αθήνα.

Ο αέρας που αναπνέω καταδυναστεύτηκε από ξένη κυριαρχία. Η εθνική μας ελευθερία οδεύει προς το κύκνειο άσμα της. Μπροστά μου, βλέπω μια χώρα βουτηγμένη σε απελπισία, οδύνη, αγωνία και διάλυση. Η χαριστική βολή μόλις εδόθη. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και η εκπνοή μου μοιάζει ατέλειωτη.

Τα δακρυσμένα μάτια μου αναζητούν με έκδηλη ανησυχία ανάκατη με πίκρα, εκείνο το γνώριμο, σκούρο, μικρό μπουκάλι. Το εντοπίζω καταχωνιασμένο. Το παίρνω και το κρατώ στη χούφτα μου σφιχτά. Νιώθω πως ήρθε η ώρα. Έπειτα από περασμένες, αποτυχημένες απόπειρες, μπορώ και αναγνωρίζω με πλήρη διαύγεια μέσα στη θόλωσή μου˙ τη στιγμή. Την πολυπόθητη μαύρη εκείνη στιγμή που θα με οδηγήσει στο λευκό φως της γαλήνης.

Αρκετά υπέφερα, πόνεσα, βασανίστηκα.

Σε ψυχή και σώμα.

Σε μυαλό και πνεύμα.

Όλα δοκιμάστηκαν στον υπέρτατο βαθμό, με ποικίλλους τρόπους σε όλη μου τη ζωή. Άντεξε το πνεύμα μου γιατί πολύ απλά το δικό του ιδιάζον οξυγόνο, με κράτησε ζωντανή μ’ έναν άγριο, ιδιαίτερο τρόπο που μόνο όσοι γράφουν μπορούν να κατανοήσουν.

Τοποθετώ το σκεύασμα στην ποδιά μου. Μετακινώ κουρασμένα – με μειωμένη δύναμη πια – το αμαξίδιο μέχρι το παράθυρο. Τραβάω στην άκρη τη βαριά κουρτίνα, κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό. Κάπου εκεί θα είσαι, Ίων μου, και θα με περιμένεις. Λεπτό δεν έφυγες από κοντά μου όλα αυτά τα χρόνια, ακόμη και μετά το θάνατό σου.

Πόσο άδικος ο χαμός σου.

Τόσο νέος και ζηλευτός!

Πόσο ακαταμάχητος και επιβλητικός!

Με μια ανθρωπιά ξέχειλη και μια αγάπη για την Ελλάδα απαράμιλλη!

Η ευαισθησία, ο ρομαντισμός, διάχυτες αρετές σου˙ που μαζί με το επαναστατικό πνεύμα και το υψηλό εθνικό σου φρόνημα, ήταν αδύνατο να μη μείνεις έστω και ενοχλητικά εντυπωμένος στη μνήμη ακόμη και όσων δε σε συμπάθησαν ποτέ. Όλος ο κόσμος υποκλίθηκε στο μεγαλείο της υπόστασής σου, ειδικά μετά το φευγιό σου.
Όπως κι εγώ, είχα αιχμαλωτιστεί από την πρώτη μας ματιά, πριν ακόμη μας συστήσουν και γνωριστούμε.

Ψυχή γεμάτη, καρδιά ανοιχτή, ένας δισταγμός στο βλέμμα σου που έγινε αγκάλη ζεστή σαν ήρθαμε πιο κοντά. Η συμπάθεια, η εκτίμηση, ο θαυμασμός, διαδέχτηκαν το ένα μετά το άλλο ˙ την ακαταμάχητη έλξη. Τα κοινά μας οράματα, οι πεποιθήσεις και όσα πρεσβεύουμε, βρήκαν κοινή αποδοχή και δεν άργησε η καρδιά να σκιρτήσει και να παραδοθεί στο μοιραίο πεπρωμένο της. Τέσσερα χρόνια ζήσαμε μαζί το απόλυτο. Το ήξερες καλά. Μόνο εσύ το ήξερες τόσο καλά. Πόσο προσπάθησα για εμάς. Πόσο το επιθυμούσαμε και οι δύο μας. Με δυσαναπλήρωτα κενά και απροσπέλαστες αποστάσεις, το παλέψαμε να μείνουμε μαζί όσο κι αν φάνταζε αδύνατο! Τέσσερα χρόνια ζήσαμε, μοιραστήκαμε μαζί το όνειρο. Το ένιωθα, το έβλεπα πως ήταν αμοιβαίο. Μου το φώναζε η καρδιά, η ύπαρξή μου ολόκληρη, μέσα από τα γραφόμενά σου και μέσα από το σμίξιμό μας.

Για να είμαστε μαζί, ήθελα να τ’ αφήσω όλα πίσω μου. Τα γλυκά μου κορίτσια, τα τρία λουλούδια μου, η Σοφία, η Βιργινία και η Αλεξάνδρα, θα καταλάβαιναν με τον καιρό όλες τις πράξεις αλλαγής μου. Θα έβλεπαν τη διαφορά στο πρόσωπό μου, στη διάθεσή μου. Όσο καλά και να υποκρινόμουν, πάντα κάτι θα μου ξέφευγε. Στο αγέλαστο βλέμμα μου, κρυβόταν όλη η αλήθεια. Αν τις ρωτούσα ανοιχτά, τι θα ήθελαν από’ μένα; Μια μητέρα απλώς παρούσα ή μια μαμά ευτυχισμένη;

Χαμήλωσα το κεφάλι κοιτάζοντας τα μαραμένα πεσμένα φύλλα της γλαστρούλας στο περβάζι. Το δίχως άλλο, μάντευα ήδη τη δική τους απάντηση. Δεν ήξεραν περισσότερα, δε μπορούσαν να γνωρίζουν παραπάνω γεγονότα και ούτε υπήρχε περίπτωση να καταλάβουν πραγματικά. Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, ζούσαν το σπιτικό και την οικογένειά τους όπως τοποθετούσαν τις λατρεμένες κούκλες στο κουκλόσπιτό τους όταν έπαιζαν για ώρες. Τις κοιτούσα και έπαιρνα ανάσα για λίγο μέσα από την αθωότητα των παιχνιδιών τους. Όσο ανάσαινα όμως, τόσο η αναπνοή μου λιγόστευε. Έσφιγγα με την ίδια μανία τα χείλη στο στόμα μου και την άκρη από το φουστάνι μου, για να κρατήσω σταθερή τη διατήρηση της ισορροπίας μου ανάμεσα στη θηλυκή και μητρική μου ιδιότητα.

Μια διαρκής και συνεχόμενη πάλη μυαλού και σώματος.

Επιθυμιών και καθηκόντων.

Ονείρων και υποχρεώσεων.

Τις νύχτες της ησυχίας, ερχόντουσαν όλες μου οι σκέψεις με θορυβώδεις διαθέσεις, ακόμη πιο απειλητικές, ακόμη πιο αβάσταχτες. Το ξημέρωμα αργούσε και δεν ήξερα αν ανυπομονούσα να έρθει η καινούργια ημέρα ή δεν άντεχα να περάσω άλλη μια πανομοιότυπη κόπια μηχανικής ζωής.

Μέσα στην απελπισία μου, μίλησα στο Στέφανο. Του είπα ότι δεν υφίσταται πλέον ο γάμος μας. Του εξιστόρησα όλο το χρονικό της γνωριμίας μας. Την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανα τότε για να συγκινήσω τον πατέρα μου και ν’ αποτρέψει αυτή την ανυπόστατη γαμήλια συνθήκη. Του εξήγησα πως ο γάμος μας επρόκειτο για μια αταίριαστη ανθρώπινη επιλογή που καταδικάστηκε οριστικά από τη μοίρα, μόλις αντίκρυσα εκείνα τα μαύρα μάτια με το διαπεραστικό βλέμμα, σ’ εκείνη την κοσμική εκδήλωση στην Αλεξάνδρεια, που αποτέλεσε την κοινή αγαπημένη μας πατρίδα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ξαναεπιχείρησα δύο φορές – ούσα παντρεμένη – να βάλω τέρμα στη ζωή μου πάνω στην απόγνωσή μου και εφόσον όλα ήταν ξεκαθαρισμένα στον ίδιο, από μεριάς μου.

Δεν είπε τίποτα.

Δεν άλλαξε τίποτα.

Έμοιαζε σα να παραχωρούσε σιωπηλά την ευθύνη και τη τελική απόφαση στα δικά μου χέρια. Και τούτα τα χέρια βάρυναν. Έγιναν σιδερένιες τανάλιες. Να τραβάω από τη μια τις φλογερές μου ενδόμυχες επιθυμίες και από την άλλη να τεντώνω τις παγερές μου εσώτερες διαταγές. Η πίεση όμως προήλθε στη συνέχεια από τον ίδιο μου τον πατέρα, τον επιφανή και ισχυρό Στέφανο Δέλτα! Μου ξεκαθάρισε πως αν εγκατέλειπα αυτό το γάμο, δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά, τα παιδιά μου…

Αυτό ήταν.

Με χτύπησε χειριστικά και ύπουλα στα αδύνατα σημεία ευαισθησίας, συνείδησης και γονικής ευθύνης. Υπερίσχυσε το μητρικό καθήκον. Aποχαιρέτησα μια ζωή με πλανεμένη αίσθηση ενός αδικοχαμένου ονείρου.
Με τα ίδια μου τα χέρια έκανα χίλια κομμάτια εκείνη τη μονάκριβη και πολύτιμη αγάπη που καταδικάστηκα να μη νιώσω ξανά και να ζήσω με αυτή την επώδυνη μνήμη μιας αιώνιας σύντομης στιγμής που χάθηκε για πάντα…

Όταν συνδέθηκες μ’ εκείνη τη διάσημη ηθοποιό τότε όλα κατέρρευσαν γύρω μου. Έβαλα ταφόπλακα στη ζωή μου, στο φύλο μου, στην ύπαρξή μου και μαυροφορέθηκα για να πενθήσω το χαμό ενός μεγάλου, ανεκπλήρωτου και καταδικασμένου έρωτα, εν τη γενέσει του. Από τότε, έζησα μηχανικά και η σπιρτάδα στο βλέμμα μου επέστρεφε μόνο όταν καταπιανόμουν με μια ιδέα που αντλούσα κυρίως από τα πάμπολλα εθνικά ιστορικά γεγονότα της πολύπαθης Ελλάδος μας.

Μιας Ελλάδας που δε σταμάτησε να περνά τόσα και να με πονάει η παράλληλη πορεία και η κοινή μας μοίρα.
Κάπου εκεί, αφήνουμε την Αλεξάνδρεια και μένουμε μόνιμα πλέον στην Κηφισιά. Κι εγώ, συνεχίζω να βαδίζω σ’ έναν έρημο δρόμο με δισυπόστατη μορφή. Από τη μία να καταφέρνω να επιζώ με θύμησες κάθε λεπτό της ζωής και από την άλλη να παλεύω να καταγράφω με λέξεις κάθε ιστορικά εθνικό συμβάν.

Είμαι πια ολότελα αφοσιωμένη στη γραφή. Μόνο μέσα της συναντώ την απόλυτη ελευθερία που ονειρεύομαι από παιδί. Μόνο μαζί της νιώθω να μπαίνει λίγο βάλσαμο στην ανοιχτή μου πληγή που από τη μαύρη εκείνη ημέρα της δολοφονίας σου ακατάπαυστα αιμορραγεί η ψυχή μου.
Ένας πόνος αδιάκοπος για την άνανδρη εκτέλεσή σου Ίων μου…
Ένα απόσπασμα φανατικών βενιζελικών και υποστηρικτές του λαϊκού κόμματος – έτσι ανακοίνωσαν – σε στήνει στο τοίχο, μέρα μεσημέρι, σε ερημικό δρόμο της Κηφισιάς.
Κινήσεις βιαστικές, διαταγές επιτακτικές βρίσκουν στόχο το σώμα σου και σωριάζεσαι νεκρός…
Δεν αντιστάθηκες, δε λύγισες, δε διαμαρτυρήθηκες. Δέχτηκες σιωπηλά, με περίσσιο θάρρος και ανδρεία, μια εκ των άνωθεν αδίστακτη εντολή, μια αμετάκλητη μοιραία καταδίκη, μια ανήκουστη και βάρβαρη πράξη που ανήκε στον ίδιο μου τον πατέρα…!
Ποτέ μου δεν ξεπέρασα αυτό το τελεσίδικο γεγονός και ας φρόντισαν όλα να καλυφθούν επιμελώς και να σκεπαστούν από ένα αδιόρατο πέπλο διαφάνειας και άρνησης των κατηγοριών.

Ρίχτηκα τότε στη μάχη της υπεράσπισης της Πατρίδας από οποιοδήποτε μετερίζι μου ήταν εφικτό να το πραγματοποιήσω.
Συνέχισα ασφαλώς να γράφω, όπως εξάλλου πάντα με παρακινούσες εσύ να πράττω. Πέντε χρόνια μετά όμως, η αρρώστια, μου χτυπά την πόρτα κι εγώ στωϊκά υπομένω κι αυτή τη δοκιμασία που περνώντας ο καιρός με οδηγούσε αργά και βασανιστικά, στον εκφυλισμό της. Ο οργανισμός μου, μέσα στην ανημπόρια του κατέπεσε και το αναπηρικό αμαξίδιο ήταν το μόνο που με συνέδεε με την άτυπη αυτονομία μου.

Ποτέ δε θα ξεχάσω τη στιγμή που είδα να περνάει το κατώφλι του αρχοντικού ο Φίλιππος, ο αδελφός σου καλέ μου Ίωνα… Μου παρέδωσε όλα τα χαρτιά και τα ημερολόγιά σου. Χάϊδεψα με ανείπωτη συγκίνηση, τρεμάμενα χέρια και κλάματα με λυγμούς, την εναπομείνουσα γραφή σου, τη μοναδική περασμένη απόδειξη της ζήσης σου. Ένιωσα σα να επέστρεψες ξανά κοντά μου και παρέμεινες δίπλα μου για να με βοηθήσεις να ολοκληρώσω την αποτύπωση της ιστορίας μας. Μιας ιστορίας που ακόμη και στη γραπτή της αναφορά έμελλε να μείνει μισή, λειψή, ανολοκλήρωτη.
Σαν ένα σπίτι έρημο που ποτέ δεν έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Και τώρα, όλα καταρρέουν.

Η χώρα.

Εγώ η ίδια.

Η εισβολή του γερμανικού στρατού στην Ελλάδα, είναι ένας εφιάλτης που έγινε πραγματικότητα.
Δεν έχω άλλο κουράγιο να ζήσω και αυτό το φονικό του Ελληνισμού.
Δεν έχω άλλη αντοχή να παλέψω και αυτή τη βάναυση εκτέλεση της ελευθερίας μας.

Γύρω μου μόνο απελπισία, δυσοίωνο μέλλον και μια βαριά ήττα που πλανάται, σαν αβάσταχτη συνειδητοποίηση της θανάτωσης ενός επίγειου παράδεισου όπως υπήρξε η ένδοξη Ελλάς μας.

Φτερουγίζει η καρδιά μου και μόνο που σκέφτομαι τον δικό μας παράδεισο Ίων μου…
Εκεί που με περιμένεις ήδη και αδημονώ να έρθω να σε βρω για να ενωθούν οι ψυχές μας ξανά.
Να μη μπορέσει να μας χωρίσει πλέον τίποτα και κανείς.

Ήρθε η ώρα της απελευθέρωσής μου από τα χωμάτινα σαρκικά δεσμά μου.

Τη στιγμή που σκλαβώνεται η χώρα, εγώ να πετάξω ψηλά!

Έξω αφουγκράζομαι έναν πανικό, μια αναστάτωση αλλά εγώ να βρίσκομαι στην πιο ήρεμη κατάσταση που υπήρξα ποτέ μου.

Το ραδιόφωνο αναγγέλλει δυστυχώς την αναπόφευκτη κυρίευση της χώρας:

“ Συνιστώ εις τον αθηναϊκόν λαόν ζωηρώς πειθαρχίαν εις τας διαταγάς των αρχών.

Ιδιαιτέρως δε επιμένω όπως κατανοήθη καλώς υπό πάντων ότι μέχρι της 6ης απογευματινής της σήμερον πρέπει να παραδοθούν εις τα οικεία αστυνομικά τμήματα τα υπό των ιδιωτών κατεχόμενα όπλα ( κυνηγετικά, στρατιωτικά, πιστόλια και μαχαίρια), πλην των παλαιών οικογενειακών κειμηλίων.

Όπου υψούται ελληνική σημαία πρέπει δεξιά της να υψούται και η γερμανική “.

Ανοίγω το μικρό μαύρο φιαλίδιο δεν κοιτάζω τίποτα πλέον γύρω μου, τα μάτια μου τα υψώνω σ’ εσένα Ίων!

Πίνω με μια γουλιά το δηλητήριο του βάλσαμου…

ΣΙΩΠΗ.

Ζωή Παπατζίκου

Υ. Γ. Το κείμενο της αναγγελίας του ραδιοφώνου αφορά απόσπασμα και μεταφέρθηκε αυτούσιο από άρθρο της διαδικτυακής ιστοσελίδας “ Η Μηχανή του Χρόνου “ με τίτλο “Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου. Ντοκουμέντα από το μέτωπο και τη συνθηκολόγηση “

Όλο το υπόλοιπο κείμενο αποτελεί βιωματική προσέγγιση της Πηνελόπης Δέλτα και είναι εξ’ ολοκλήρου δική μου επινόηση.

Αποτελεί τη τρίτη μου προσπάθεια αποτύπωσης μεγάλης προσωπικότητας μετά τον Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν και την Έμιλυ Ντίκινσον που θα βρείτε εξίσου στην ονομαστική μου στήλη ή στη γενική κατηγορία του Μεταξύ μας ” Μικρές Ιστορίες “.

Σας ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωση!

Ζωή Παπατζίκου

 

Post Views: 36

About Ζωή Παπατζίκου

Σε δύο ενότητες μοιρασμένη η ζωή μου. Στην Αθήνα όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα κι έζησα μέχρι το τέλος της εφηβείας μου και στην Εύβοια όπου πλέον μένω μόνιμα. Με οδηγό την έμφυτη παρατηρητικότητα αλλά και την γενικότερη εντρύφηση των ανθρώπων και των εμπειριών τους, οι σκέψεις και οι λέξεις πάντα πλέκονταν σε γαϊτανάκι καταγραφής, σαν να προσπαθώ να αιχμαλωτίσω λογιών στιγμές και ποικίλα συναισθήματα κόντρα στην ελεύθερη και ιλιγγιώδη ταχύτητα του χρόνου που αμείλικτα στη ξέφρενη πορεία του όλα τα μεταβάλλει. Η ζωή μας είναι ένα άγραφο ανοιχτό βιβλίο, ας αποτυπώσουμε μέσα του τις πιο γραφικές μας αλήθειες!

Μπορεί επίσης να σας αρέσει