9 Ιουνίου 2025
Share

Ζωή σε χαρτάκια

Η Ιφιγένεια ακούμπησε την τσάντα της πλάι στη φθαρμένη πολυθρόνα της μαμάς Κατερίνας. Ήταν η αγαπημένη της: λευκή, παράταιρη με τη βαριά διακόσμηση του υπόλοιπου σπιτιού, με μπράτσα γδαρμένα από τη χρόνια ίδια στάση. Παρ’ όλο που είχε έναν ολόκληρο καναπέ για μεσημεριανές σιέστες, την έβγαζε εκεί, με πόδια διπλωμένα σαν να βρισκόταν σε μια μόνιμη επιφυλακή, μήπως και κάποιος τη χρειαστεί. Τώρα πια δεν κάθεται κανείς εκεί, παρ’ όλο που υπάρχει ευδιάκριτο ένα βαθούλωμα στο κέντρο, σαν φωλιά χελιδόνας που ερήμωσε αιφνιδίως.

Με δυο βήματα βρέθηκε στην τραπεζαρία κι ακούμπησε τους αγκώνες της επάνω στο δαντελωτό τραπεζομάντηλο – το “καλό”, όπως συνήθιζε να το αποκαλεί η μαμά Κατερίνα. Το δέρμα της, καθώς σερνόταν πάνω στο ύφασμα, θυμήθηκε πιο γρήγορα από το μυαλό της εκείνη τη φορά που το λέρωσε κατά λάθος με ένα βαζάκι νερομπογιές. Η μαμά της έβαλε τις φωνές. Συνήθιζε να φωνάζει. Όχι απαραίτητα δυνατά. Απότομα. Κι η Ιφιγένεια κάθε φορά έκλαιγε βουβά μέχρι τη στιγμή που θα άκουγε το λάδι να σιγοβράζει στο τηγάνι κι έπειτα τις πατάτες να τσιτσιρίζουν υστερικά. Η μαμά Κατερίνα έτσι ζητούσε συγγνώμη – με τα λόγια δεν το είχε. “Φάε, κοριτσάκι μου”, έλεγε, σερβίροντάς της μια τεράστια μερίδα τηγανητές πατάτες, χιονισμένες με κεφαλοτύρι.

Σηκώνοντας το βλέμμα της, είδε μια νυχτικιά κρεμασμένη άτσαλα στο χερούλι του ψυγείου, σαν κάποιος να την είχε αφήσει μόλις χθες εκεί. Κιτρινωπή, με δύο ανομοιόμορφες σκιές στα γόνατα που έμοιαζαν με χώμα. Όταν την ξεκρέμασε, το ύφασμα λύγισε στα χέρια της σαν σώμα μικρού παιδιού, ληθαργικού από πυρετό. Καθώς τη δίπλωνε, ένα συνονθύλευμα σαπουνιού Μασσαλίας και ύπνου τής γαργάλισε τη μύτη, ρίχνοντάς της ταυτόχρονα μια γροθιά στο στομάχι. “Δεν είναι τυχαίο που τα νεογέννητα ξεχωρίζουν τη μάνα τους από τη μυρωδιά της”, σκέφτηκε. Την έφερε για μια στιγμή στο μάγουλο, σαν να ζητούσε συγγνώμη που άργησε, αγκαλιάζοντάς την κάπως ενοχικά και νιώθοντας πιο ορφανή από ποτέ.

Μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα, σκόνταψε πάνω σε ένα σκαμπό, ρίχνοντας στο πάτωμα μια δαγκωμένη μπουκιά ψωμιού, ένα σκουριασμένο ψαλίδι, ένα τηλεκοντρόλ χωρίς μπαταρίες. Κάτω τους, κειτόταν μια στοίβα από σημειώματα. Κομμένα όλα με το χέρι – άλλα λευκά, άλλα γραμμικά, κι άλλα αποκόμματα από λογαριασμούς. Χειρόγραφες υπενθυμίσεις με τα γράμματα της μαμάς που έλεγαν: “Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΡΗ ΜΟΥ”, “ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΧΑΠΙ ΤΟ ΠΑΙΡΝΩ ΚΑΘΕ ΜΕΣΗΜΕΡΙ”, “Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΤΟ 2007”, “ΝΑ ΠΙΩ ΝΕΡΟ”, “ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΩ ΣΕ ΞΕΝΟΥΣ”. Και τέλος: “Η ΜΙΑ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΗ, Η ΑΛΛΗ ΜΟΥ ΦΩΝΑΖΕΙ”.

Στάθηκε σε αυτό το τελευταίο. Ένας κόμπος της έφραξε το λαιμό. “Εγώ είμαι κι οι δύο, μαμά. Απλώς κάποιες μέρες δεν αντέχω το ίδιο”, σκέφτηκε.

Η Ιφιγένεια κοντοστάθηκε στο κάσωμα της πόρτας, κοιτάζοντας τη μητέρα της. Κοιμόταν γαλήνια. Έκανε ένα βήμα μπρος και τα σανίδια έτριξαν, ξυπνώντας την.

– Ήρθες; τη ρώτησε με μια αδύναμη φωνή, που όμως δεν την εμπόδιζε να εκδηλώσει τη λαχτάρα της για παρέα.

– Ήρθα. Με θυμάσαι;

Και τώρα, αυτή η ερώτηση με την πιο τρομακτική απάντηση.

– Φυσικά. Είσαι η μητέρα μου, απάντησε η μαμά Κατερίνα με ένα αθώο χαμόγελο, σαν να βρήκε την πιο δύσκολη απάντηση σε σταυρόλεξο.

Η Ιφιγένεια της χαμογέλασε πικρά και δεν τη διόρθωσε αυτή τη φορά. Ήταν και οι δύο και μαμάδες και κόρες. Ήταν μιας άλλης μορφής οικογένεια πια – μια οικογένεια όπου τους ρόλους τούς μοίραζε καθημερινά η μαμά Κατερίνα.

Η σιωπή τύλιξε τους τοίχους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ησυχία είναι λυτρωτική· δεν πληγώνει, δε γεννά ερωτήματα. Η Ιφιγένεια έσφιξε το χέρι της μαμάς της κι εκείνη της ανταπόδωσε. Έμεινε στο πλάι της μέχρι να αποκοιμηθεί.

Δεν ένιωθε λύτρωση, ούτε αποδοχή των νέων δεδομένων. Μόνο εκείνη τη γνώριμη κόπωση που φέρνει η αγάπη όταν δε βρίσκει ανταπόκριση. Κι εκείνη την αίσθηση του πένθους που δεν εκφράζεται με μαύρα ρούχα, παγωμένα κόλλυβα, στεφάνια με μωβ κορδέλες, μαρμάρινους τάφους και τρισάγια υπέρ αναπαύσεως. Ένα πένθος αλλιώτικο, που ο άνθρωπος υπάρχει – αλλά κατανικημένος από την ίδια του τη λήθη.

– Θα ξανάρθω αύριο, είπε η Ιφιγένεια, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω της. Το βλέμμα της έπεσε στο σταματημένο ρολόι του τοίχου. Το άφησε έτσι – στην παύση, εναρμονισμένο με το υπόλοιπο κλίμα του πατρικού της.

Έλενα Κορινιώτη

About Έλενα Κορινιώτη

Μπορεί επίσης να σας αρέσει