
Ήταν ακόμη πρωί, τόσο νωρίς, που η υγρασία είχε απλωθεί σαν αραχνοΰφαντο σεντόνι πάνω στο λιθόστρωτο σοκάκι, αναγκάζοντας τους λιγοστούς περαστικούς να βαδίζουν αργά, κάπως διστακτικά, λες κι ήθελαν να μην ξυπνήσουν κάποιον που κοιμόταν πάνω στις πλάκες. Ο αέρας μοίραζε απλόχερα ευωδιές από παλαιωμένο ξύλο και μια υπόνοια κανέλας∙ τη μυστική συνταγή των πρώτων ωρών μιας πόλης που αγαπά το χθες της περισσότερο απ’ το σήμερα. Οι τζαμαρίες των καταστημάτων ακόμη θολές απ’ την ανάσα της νυχτερινής βροχής, κρατούσαν στην εσωτερική πλευρά τους ένα πέπλο αχνό, σαν να παγίδευαν μυστικά που δεν ήθελαν να ακουστούν στο δρόμο.
Η Σοφία περπατούσε σαν να είχε όλο το χρόνο με το μέρος της, κρατώντας έναν αχνιστό καφέ στο χέρι, με το βλέμμα χαμηλωμένο, όχι από κάποια βαριά σκέψη, αλλά από εκείνο το “χούι” της -όπως έλεγε η γιαγιά της-, να παρατηρεί το ασήμαντο με την προσήλωση που άλλοι επιφυλάσσουν για το σπουδαίο. Η ραγισμένη πλάκα απ’ όπου ξεπρόβαλλε πεισματικά μια τούφα από χορτάρι, ένα φτερό περιστεριού που σκανδαλιάρικα στροβιλιζόταν στον αέρα, λίγα ξερά φύλλα που θρυμματίζονταν κραυγαλέα κάτω από τις σόλες της. Όλα αυτά της αφηγούνταν την ιστορία της σημερινής ημέρας, πριν αυτή καλά-καλά ξεκινήσει.
Τότε το είδε. Ένα παλαιοπωλείο, σφηνωμένο ανάμεσα σ’ ένα φούρνο και σ’ ένα κατάστημα με είδη ρουχισμού, τόσο παράταιρο με το υπόλοιπο σκηνικό, σαν κομμάτι παζλ τοποθετημένο άγαρμπα από κάποιον που βιαζόταν να τελειώσει. Τα μάτια της άστραψαν μιας κι ήταν λάτρης του αλλοτινού. Η ξύλινη επιγραφή, αν και ξεθωριασμένη, στεκόταν με αξιοπρέπεια πάνω από την πόρτα και βροντοφώναζε τ’ όνομά του: «Άνω Πόλις». Η βιτρίνα ήταν φορτωμένη, σχεδόν ασφυκτικά, με αλλόκοτα αντικείμενα παραταγμένα σαν σε πασαρέλα άλλης εποχής: ένα πορσελάνινο μπιμπελό με τον Χοντρό και τον Λιγνό σε τραμπάλα, ένα ρολόι με κούκο, ένα χτυπημένο ακορντεόν, ένα βρεφικό καρότσι απ’ τη δεκαετία του ’60 και στο βάθος… ένα μουσικό κουτί. Ξύλινο, τόσο – όσο στο μέγεθος, με σχέδια δυσδιάκριτα, ξεθωριασμένα απ’ το χρόνο. Μόλις το αντίκρισε, το ερωτεύθηκε.
Έσπρωξε διστακτικά την πόρτα με το ελεύθερο χέρι της και μπήκε, σαν να παραμέριζε όχι απλώς το ξύλο, μα τη σκόνη και τον ίδιο το χρόνο παράλληλα. Η μυρωδιά του καπνού, του ξεραμένου δέρματος, του πολυκαιρισμένου χαρτιού, όλα αυτά τα αρώματα μιας άλλης εποχής υπερίσχυσαν αρχικά της λεβάντας που ήταν κρεμασμένη στον παλιό, σιδερένιο καλόγερο δίπλα στην είσοδο. Κι όμως, το κράμα τους αν και παράξενο στην αρχή λειάνθηκε στον αέρα και έγινε ένα βαρύ και συνάμα γλυκό άρωμα νοτισμένο από αναμνήσεις που δεν ήταν δικές της αλλά εύκολα θα μπορούσαν να γίνουν.
Ο ιδιοκτήτης ήταν ένας γέροντας με ευγενική φυσιογνωμία με λεπτό καλοδιατηρημένο μουστάκι και ύφος σαν από κάποιον παλιό οικογενειακό δίσκο 78 στροφών. Την καλημέρισε μ’ ένα ανεπαίσθητο νεύμα, και αμέσως μετά βυθίστηκε στην εφημερίδα του, όχι από αδιαφορία, αλλά σαν να ήξερε πως η σιωπή είναι η μόνη ευγενική συνοδεία για τέτοιες περιπλανήσεις. Της έδωσε, έτσι, το χρόνο να σκάψει, όπως σκάβει ένας αρχαιολόγος στη γη, ανάμεσα σε ράφια. Μια άπληστη λαχτάρα την κατέλαβε, να αγγίξει τα πάντα, να τα νιώσει με τις παλάμες. Κι όμως περπατούσε ήρεμα, σχεδόν ιεροτελεστικά, ακουμπώντας τα αντικείμενα μονάχα με τις ίριδες των ματιών της: τα φθαρμένα σεμεδάκια, το μενταγιόν με το ραγισμένο λίθο, την τσατσάρα με τη λάμα για το ξύρισμα — όλα τους πανέμορφα και βουβά. Κανένα, ωστόσο, δεν έμοιαζε να της ψιθυρίζει όπως εκείνο το μουσικό κουτί στη βιτρίνα. Ήταν το μοναδικό αντικείμενο μέσα στο παλαιοπωλείο που την κοίταζε αντί να το κοίταζε.
Στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα με μια προσμονή. Έκλεισε αργά την παλάμη της, σαν να πατούσε τη σκανδάλη ενός παλιού μηχανισμού, και με μια κίνηση σχεδόν τελετουργική στόχευσε προς το μουσικό κουτί. «Αυτό θέλω», ψιθύρισε κι ήταν η φωνή της σαν να μην απευθυνόταν μόνο στον παλαιοπώλη, αλλά και στο ίδιο το αντικείμενο, για να το καθησυχάσει πως θα το σώσει από την πασαρέλα της βιτρίνας.
Εκείνος σηκώθηκε χωρίς βιασύνη, λες και γνώριζε ήδη την επιλογή της. Ξεκρέμασε το κουτί από τη βιτρίνα και το ακούμπησε απαλά στα ανοιγμένα της χέρια, που είχαν σχηματίσει μια μικρή φωλιά από δέος. Για μια στιγμή σιώπησαν κι οι δυο, σαν να περίμεναν να πει κάτι το ίδιο το κουτί. «Πρέπει να δουλεύει ακόμα», μουρμούρισε ο ιδιοκτήτης, και σχεδόν με παιδική αδεξιότητα το πήρε ξανά πίσω για να το τυλίξει σε ένα σομόν ριζόχαρτο, που έτριζε καθώς αγκάλιαζε τις άκρες του ξύλου. Η Σοφία δεν κοίταξε την τιμή, δε ζήτησε έκπτωση πήρε τη σακούλα, τον ευχαρίστησε με ένα βλέμμα πιο θερμό από τα λόγια και βγήκε στο δρόμο, κρατώντας το μουσικό κουτί σφιχτά.
Κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε μπροστά της, σχεδόν αφηρημένα, χωρίς να προσέξει αν κάποιος άλλος το είχε καπαρώσει. Έλυσε το κουτί από τα δεσμά της σακούλας και του ρυζόχαρτου με κινήσεις βιαστικές, σαν παιδί που ανυπομονεί να ξετυλίξει το χριστουγεννιάτικο δώρο του. Πέρασε τα δάχτυλά της ελαφρά πάνω από την επιφάνειά του, ψιλαφίζοντας τις ρυτίδες που αφήνει ο χρόνος, μια φθορά ευγενική, σχεδόν τρυφερή. Στριφογύρισε το μεταλλικό μοχλό στο πλάι και για μια στιγμή όλα έμειναν σιωπηλά, σαν ο χρόνος να κρατούσε την αναπνοή του. Ύστερα, μια μελωδία άρχισε να ξεχύνεται διστακτικά στον αέρα. Ήταν παλιά, θλιμμένη, με μια νοσταλγία σχεδόν γλυκιά, σαν εκείνα τα τραγούδια που θυμίζουν κάτι χωρίς να ξέρεις ακριβώς τι. “Μενεξέδες και ζουμπούλια και θαλασσινά πουλιά, άμα δείτε την καλή μου χαιρετίσματα πολλά…”
Μέσα στο κουτί, κάτω από το μαξιλαράκι της μουσικής, υπήρχε μια μικρή, ξεθωριασμένη φωτογραφία. Ένα νεαρό ζευγάρι κοιτούσε τον φακό οριακά συνεσταλμένα, σαν να τους είχε πιάσει απροετοίμαστους η αιωνιότητα. Ο άντρας φορούσε λευκό πουκάμισο, τα μανίκια σηκωμένα ως τους αγκώνες, το βλέμμα του καθαρό, ίσως λίγο ανήσυχο. Η κοπέλα είχε μαλλιά τραβηγμένα πίσω, ένα χαμόγελο που δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη, σαν να σκεφτόταν αν έπρεπε να χαμογελάσει. Η Σοφία έγειρε το σώμα της λίγο πίσω, ακούμπησε την πλάτη στο παγκάκι και άφησε τη μελωδία να απλωθεί σαν ανάσα γύρω της. Κοίταξε ξανά τη φωτογραφία. Ποιοι ήταν αυτοί οι δυο;
Ίσως να ήταν φοιτητές που γνωρίστηκαν σε μια παλαιά σχολή καλών τεχνών, ανάμεσα σε καμβάδες και μυρωδιές από μπογιά. Ίσως να ήταν εργάτες σ’ ένα εργοστάσιο μεταξιού, που κρυφά έδιναν ραντεβού πίσω από τις μηχανές, αντάλλασσαν βλέμματα και κάτι από το κολατσιό τους. Ίσως να παντρεύτηκαν μικροί, να νοίκιασαν ένα δωμάτιο με κοινή αυλή, να έπλυναν πιάτα σε νεροχύτες που έσταζαν και να έμαθαν να αγαπιούνται στα δύσκολα. Ή μπορεί να ήταν εραστές μόνο για ένα καλοκαίρι — ένα μόνο, αρκετό όμως για να διαρκέσει για πάντα. Ίσως εκείνος να έφυγε για την Αμερική και να της έστελνε γράμματα που εκείνη φύλαγε στο στρώμα, μέχρι που σταμάτησαν να έρχονται. Ίσως εκείνη να τον εγκατέλειψε για κάποιον που της υποσχέθηκε λιγότερη αναμονή και περισσότερη ασφάλεια. Ίσως να έμειναν μαζί, να γέρασαν στο ίδιο σπίτι, να άκουγαν ακόμα τη μελωδία του κουτιού τα βράδια που δεν είχαν τι να πουν. Ίσως και να μη ζουν πια. Ίσως τα εγγόνια τους να έχουν ξεχάσει τα πρόσωπά τους κι αυτή η φωτογραφία να είναι ό,τι απέμεινε από μια ολόκληρη ζωή.
Η Σοφία τα φαντάστηκε όλα, σαν να ξεδιπλωνόταν ένα βιβλίο μέσα στο κεφάλι της, χωρίς τέλος, μόνο με πιθανούς δρόμους και σκιές που χάνονται πίσω από το φως. Και τότε ένιωσε κάτι να τη διαπερνά, ένα σκίρτημα βαθύ, γλυκόπικρο: πως όλοι τελικά μια μέρα γινόμαστε αυτό, μια θολή εικόνα σ’ ένα κιτρινισμένο χαρτί, δυο πρόσωπα ξεχασμένα που κάποιος άγνωστος θα κοιτάξει κάποτε και θα πλάσει ιστορίες. Κι ίσως αυτό να είναι παρηγοριά. Πως δε χανόμαστε στ’ αλήθεια, μόνο αλλάζουμε μορφή, γινόμαστε αφήγηση, υποψία, μελωδία που παίζει σε ένα παλιό μουσικό κουτί.
Έλενα Κορινιώτη