2 Ιουλίου 2025
Share

7,880 χιλιόμετρα μακριά

Μια φωνή μεταλλική ενημέρωσε τους επιβάτες πως βρίσκονται στη στάση Astoria–Ditmars Blvd κι αμέσως οι πόρτες του μετρό άνοιξαν σαν στόματα σαρκοφάγων μηχανημάτων που συναντάς μόνο σε ταινίες δράσης. Το πρώτο κύμα ανθρώπων γλίστρησε ρομποτικά, με άψογο συγχρονισμό· ανάμεσά τους και ο Νικόδημος, που έμοιαζε με φάλτσα νότα σε άρτια χορωδία, ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε, την πρώτη του μέρα ως μετανάστη στην Αμερική.
Καθώς ανέβαινε τις σκάλες, ένας βιαστικός αγκώνας τον έσπρωξε κι έπεσε πάνω σ’ έναν άστεγο που κοιμόταν στο πλατύσκαλο, λες και κατείχε τους τίτλους ιδιοκτησίας ολόκληρου του σταθμού. Έσκυψε να του ζητήσει συγγνώμη, μα το κορμί δεν αντέδρασε. Για λίγα δευτερόλεπτα πάγωσε· νόμιζε πως τον είχε σκοτώσει, ώσπου ένιωσε την ανάσα του βαριά και πνιγμένη στο αλκοόλ να του χτυπά το πρόσωπο. Αμέσως μετά άκουσε μια φράση μισοσπασμένη, κάτι ανάμεσα σε βρισιά και ψίθυρο. Ζωντανός, αλλά σακατεμένος απ’ το ποτό. Καθώς σηκώθηκε να συνεχίσει το δρόμο του, το βλέμμα μιας γυναίκας τον κάρφωσε με αηδία, καθαρή και απόλυτη· σαν να πίστευε πως η ζητιανιά είναι μεταδοτική αρρώστια και πως εκείνος μόλις είχε γίνει φορέας της.
Το μικρό γυράδικο βρισκόταν στη γωνία της λεωφόρου, κάτω από μια ταμπέλα που έγραφε «Acropolis Gyros». Ήταν ευδιάκριτο από μακριά, έτσι υστερικά που αναβόσβηνε η νέον επιγραφή. Ο Νικόδημος, βλέποντάς την, χαμογέλασε ειρωνικά. Σκέφτηκε πως αυτή η επιγραφή με τα μισοξεθωριασμένα γράμματα ήταν η επιτομή του νεοέλληνα· Παρθενώνας σε πίτα, όλα τυλιγμένα στην ίδια γλιτσερή λαδόκολλα της νοσταλγίας.
Το φως μέσα αχνό, θαμπωμένο από το λάδι που είχε ποτίσει τα τζάμια. Η μυρωδιά ήταν κάτι ανάμεσα σε πατάτα, ιδρώτα και καμένο λίπος· του έφραξε για λίγο την ανάσα.
Η άγρια φωνή του ιδιοκτήτη που τα έψαλλε σε μια σερβιτόρα για μια λάθος παραγγελία μπλέχτηκε με το ξεψυχισμένο κουδούνισμα της πόρτας, καθώς ο Νικόδημος την έσπρωχνε διστακτικά. Η ηλεκτρισμένη ένταση στον αέρα ήταν κάτι παραπάνω από απτή. Το βλέμμα του άντρα πίσω από τον πάγκο –κοφτερό, ύποπτο, σχεδόν εχθρικό– καρφώθηκε πάνω του. Σκούπισε βιαστικά τα λαδωμένα του χέρια σε μια πενταβρώμικη πετσέτα που κρεμόταν σαν κουρέλι πίσω από τον πάγκο και τον καλωσόρισε με ένα χαμόγελο στραβό. Η φωνή του, μια παράξενη μίξη τυπικής ευγένειας και σφιγμένου εκνευρισμού, τον έκανε να νιώσει σαν να είχε εισβάλει απρόσκλητος. Ο τρόπος που του έσφιξε τον καρπό πολύ δυνατά, λίγο παραπάνω από ό,τι χρειαζόταν, του πάγωσε για μια στιγμή το στομάχι. Ήξερε, χωρίς να του το πει κανείς, πως από εκείνη τη στιγμή δεν του επιτρεπόταν να κάνει πίσω.
«Εσύ είσαι, του Σπύρου ο γιος από την Καλαμάτα;»
Ο Νικόδημος ένευσε σιωπηλά.
«Ωραία. Έλα να δεις πάνω. Θα κοιμάσαι εκεί.»
Το «πάνω» ήταν ένα σκοτεινό πατάρι, προσβάσιμο από μια σκάλα στενή, που αγκομαχούσε σε κάθε βήμα προς τα πάνω, λες και κάποιος μετρούσε αντίστροφα μέχρι να διαλυθεί. Δεν υπήρχε πόρτα, μονάχα μια μπλε κουρτίνα μπάνιου, τίγκα στη σκόνη, που ανέμιζε κάθε φορά που ο ανεμιστήρας τον χτυπούσε. Ο ιδιοκτήτης, βλέποντάς τον αναμμένο, τον έκλεισε βρίζοντας για το ρεύμα που καίει.
Το δωμάτιο, μια γενναιόδωρη λέξη για τέσσερις τοίχους, είχε ένα στρώμα ξεφτισμένο στις άκρες και ένα κομοδίνο χωρίς συρτάρι, σαν πρωτοποριακό έργο κάποιου σύγχρονου καλλιτέχνη που δεν χρήζει ιδιαίτερης εκτίμησης από το κοινό. Στον απέναντι τοίχο, ένα παράθυρο χωρίς τζάμι, σκεπασμένο πρόχειρα με νάιλον που πάλευε με τον άνεμο. Το δώμα μύριζε υγρασία, απορρυπαντικό και κάτι πιο βαθύ, εγκατάλειψη.
«Δεν είναι και κανένα παλάτι, αλλά μια χαρά θα σε βολέψει μέχρι να βρεις σπίτι», δήλωσε ο ιδιοκτήτης με ύφος που έσταζε επιείκεια και αυτοθαυμασμό, σαν να πρόσφερε σουίτα στο Χίλτον. «Ξέρεις… οι περισσότεροι εδώ γύρω δεν προσφέρουν στέγη, ούτε φυσικά τα λεφτά που δίνω εγώ. Ο προκάτοχός σου, φεύγοντας, μου φίλησε τα χέρια. “Κυρ Γιάννη”, μου είπε, “χάρη σε εσάς έφτιαξα τη ζωή μου”.»
Το βλέμμα του άστραψε από ικανοποίηση, σαν να επιβεβαίωνε ένα μύθο που έλεγε πρώτα στον εαυτό του και μετά στους άλλους. Ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια να πασπαλίσει τη μούχλα με άρωμα Dior, να δώσει στο τίποτα λίγη αίγλη.
Λίγο πριν φύγει, η φωνή του σκλήρυνε ξανά.
«Μην κάνεις φασαρία όταν ανεβαίνεις. Είναι κι άλλος ένας εδώ, απέναντι, στο άλλο δωμάτιο· νυχτερινός. Θα γνωριστείτε.»
Έπειτα έκανε μεταβολή και χάθηκε, σαν να είχε ήδη ξεχάσει την ύπαρξή του.
Ο Νικόδημος κάθισε άτσαλα επάνω στο ακόμα πιο ατσαλο σεντόνι του στρώματος. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά. Ήταν η πείνα, η αϋπνία ή κάτι πιο βαθύ, πιο αστάθμητο. Άνοιξε το κινητό του και πάτησε το όνομα που είχε αποθηκευμένο απλώς ως «μαμά».
Η κλήση κράτησε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνδεθεί. Κάθε ήχος της κλήσης ακουγόταν σαν ενοχή.
«Αγόρι μου!» Η φωνή της έφτασε ζεστή, παρηγορητική, κι αμέσως άνοιξε μια φρέσκια πληγή. «Έφτασες;»
«Έφτασα, μαμά. Είμαι καλά.»
«Πού μένεις; Είναι εντάξει; Σε πρόσεξαν;»
Ο Νικόδημος κοίταξε τριγύρω του το στρώμα, την κουρτίνα μπάνιου, το νάιλον που έτρεμε στο παράθυρο.
«Εντάξει είναι. Ζεστό. Ήσυχο. Μια χαρά για αρχή.»
Ψέμα, αλλά από τα αναγκαία. Ωραιοποιημένο παραμύθι για να μην την πληγώσει.
«Κι η δουλειά;»
«Ξεκινάω σε λίγο. Όλα καλά.»
Ένα «όλα καλά» που σάπισε ήδη στο στόμα του, προτού προλάβει να ξεστομιστεί. Μια χούφτα λέξεις, λιγοστές αλλά βαριές, να κρατήσουν όρθια τη μάνα του να μην ακουστεί το ράγισμα. Όχι ακόμη.
Έμεινε καθισμένος στην άκρη του στρώματος, με το τηλέφωνο ακόμη ζεστό στην παλάμη του, σκεπτόμενος τους λόγους που τον οδήγησαν στην Αμερική.
Ήρθε γιατί δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Γιατί στην κουζίνα του πατρικού του, εκεί όπου κάποτε μύριζε ψωμί φρυγανισμένο και γεμιστά, τώρα πλανιόταν η οσμή των φαρμάκων και των άδειων κατσαρολών.
Ήρθε γιατί είδε τη μάνα του να μαζεύει τα πεσμένα της μαλλιά απ’ το πάτωμα και να χαμογελά «έλα μωρέ, τρίχες είναι», σαν να μην ήταν το δικό της κορμί που λιγόστευε.
Ήρθε γιατί το χειρουργείο κόστιζε όσο πέντε ζωές σαν τη δική του, και οι λογαριασμοί είχαν πάψει να ντρέπονται να χτυπούν την πόρτα. Το δάνειο και τα 800 ευρώ που έπαιρνε στο λογιστικό γραφείο δεν του άφηναν περιθώριο ούτε να φυτοζωεί, πόσο μάλλον να ζήσει αξιοπρεπώς και να στηρίξει τη μητέρα του σε αυτόν το θηριώδη αγώνα.
Ήρθε γιατί ο πατέρας του αδιαφορούσε πλήρως τόσο για εκείνον όσο και για την άρρωστη γυναίκα του.
Ήρθε γιατί στα 25 χρόνια του επιτέλους έπρεπε να πάρει ένα ρίσκο, ακόμα κι αν αυτή η διαδρομή τον έβγαζε σε αδιέξοδο. Τουλάχιστον δεν έπεφτε αμαχητί στον πόλεμο της ζωής.
Ήρθε γιατί η αγάπη δεν έχει άλλη τιμή απ’ το να την κουβαλάς στην πλάτη, χωρίς να φαίνεται, χωρίς να κομπάζεις για τις θυσίες σου, χωρίς να ζητάς ανταλλάγματα.
Τον έπνιξε για λίγο κάτι –ίσως η υγρασία, ίσως εκείνη η αόρατη πέτρα που είχε κάτσει μέσα του απ’ όταν έβγαλε εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Ήθελε να κλάψει. Δεν το έκανε. Ούτε τώρα.
Έκλεισε το τηλέφωνο αργά, σαν να έσβηνε ένα μικρό φως.
Σηκώθηκε. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη· η μπλούζα του, με το ξεθωριασμένο «Acropolis» ανάμεσα σε δύο λεκέδες από λάδι, του φάνηκε σχεδόν γελοία. Μα δε γέλασε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ακούμπησε προσεκτικά στο πρώτο σκαλί. Αφού δεν κατέρρευσε αυτό, δεν θα κατέρρεε ούτε εκείνος σήμερα.
Έφτασε η ώρα.
Έλενα Κορινιώτη 

About Έλενα Κορινιώτη

Μπορεί επίσης να σας αρέσει