Διαμοιρασμός εαυτού
Από μικρή έμαθα να μοιράζομαι.
Εθίστηκα στη προσφορά,
την αλόγιστη, την άκρατη, την ανιδιοτελή.
Έδινα μέχρι να μην έχω άλλα να δώσω.
Προσέφερα ασταμάτητα αισθήματα μέχρι να αδειάσω.
Οι λέξεις ξέφευγαν από τα χείλη μου και διανέμονταν απεριόριστα
σε όποιον τις είχε ανάγκη.
Τρύπωναν σε ανυποψίαστα αυτιά
πότε ματώνοντας καρδιές
και πότε γιατρεύοντας πληγές.
Τον εαυτό μου διένειμα,
δωρεάν, χωρίς αντίτιμο
σε ανθρώπους που άλλοτε με εκτιμούσαν
κι άλλοτε αδιαφορούσαν για την ύπαρξη μου.
Από μικρή έμαθα να δίνομαι.
Ολοκληρωτικά, ψυχή τε και σώματι.
Στιγμή δεν αμφέβαλλα για τον περίγυρο μου.
Κι ας μην ήταν πάντοτε εκεί για μένα,
όπως υποσχέθηκαν αμέτρητες φορές,
εγώ έσκυβα το κεφάλι και τους δικαιολογούσα.
Κάτι θα τους έτυχε, κάποια δουλειά θα είχαν·
σημαντικότερη από μένα.
Και συνέχιζα να δίνω,
να μην αμφισβητώ την ανύπαρκτη αφοσίωση,
να μην αντιλαμβάνομαι την λανθάνουσα αδιαφορία
που υπέβοσκε κάτω από ένα «σε δόσεις» ενδιαφέρον.
Ήμουν πάντα εκεί για εκείνους,
μα αυτοί δεν ήταν πουθενά για μένα.
Έδωσα τόσα πολλά, που άδειασα.
Κλείστηκα στον εαυτό μου.
Κλείδωσα την πόρτα της καρδιάς μου και απέρριψα το κλειδί
σε έναν κοντινό κάδο απορριμμάτων.
Να χαθεί μαζί με τις προσδοκίες μου.
Δεν άφηνα άνθρωπο να τρυπώσει στην ψυχή μου,
να κατοικήσει μέσα μου,
να σπάσει τις άμυνες μου.
Σταμάτησα να δίνω και να δίνομαι.
Εγώ που δεν ήξερα την άρνηση,
αρνήθηκα εμένα.
Το «όχι» έγινε η καθημερινότητα μου,
κομμάτι της ζωής μου.
Όχι, δε θα έρθω απόψε κάτι μου έτυχε.
Όχι, δεν θέλω να μιλήσουμε.
Όχι, ας μη γνωριστούμε καλύτερα.
Ηχώ το ηχηρό «όχι» στο κεφάλι μου
να μου απαγορεύει να αισθανθώ
και δη να ζήσω.
Κάποια στιγμή, ένιωσα να σβήνω,
να χάνομαι.
Είχα εγκλωβιστεί μέσα στα τείχη που η ίδια δημιούργησα
και απροσπέλαστα όπως ήταν έκλειναν τον κόσμο έξω από εμένα.
Έκλειναν τον εαυτό μου, έξω από εμένα.
Και παγίδευαν την ψυχή μου
σε ένα μέρος σκοτεινό.
Έπρεπε να δραπετεύσω, να βρω επιτέλους
τη δύναμη και το κουράγιο
να γκρεμίσω τα τείχη μου,
να διαλύσω τις ανασφάλειες μου,
να επιστρέψω ξανά στον παλιό μου εαυτό.
Μα δε μπορούσα.
Δεν μπορούσα να ξεφύγω από τον τωρινό μου δεσμοφύλακα·
τον νέο μου εαυτό.
Όλα άλλαξαν όταν ήρθες.
Όταν σε γνώρισα, κάτι σκίρτησε μέσα μου,
όμως γρήγορα το έκανα να σιγήσει.
Προς έκπληξη μου με αιφνιδίασες.
Άρχισες να δίνεις και να δίνεσαι, με τον δικό μου τρόπο,
όπως δινόμουν εγώ κάποτε.
Ήταν σαν να έβλεπα το κομμάτι του εαυτού μου
που έθαψα,
να ξεπροβάλλει μέσα από σένα.
Δεν περίμενα ποτέ να μου προσφερθούν απλόχερα
όσα υπήρχαν μόνο σαν ιδέα στο νου μου.
Δεν προλάβαινα να ανταποδώσω.
Έδινες πριν καν στο ζητήσω.
Τρομερό, να συναντάς τον εαυτό σου
μέσα σε κάποιον άλλον.
Ζήλεψα τη προσφορά σου.
Θυμήθηκα ποια ήμουν,
πριν με αρνηθώ,
πριν με φυλακίσω σε έναν κόσμο
που δεν είναι δικός μου.
Κι αίφνης, βρήκα τη δύναμη και το κουράγιο που χρόνια αναζητούσα!
Γκρέμισα τα τείχη μου
και σκότωσα τον ελεεινά αδιάφορο «νέο» μου εαυτό.
Επέστρεψα σε μένα.
Εμένα που είχα ξεχάσει.
Εμένα που αρνήθηκα,
ως υπερβολική,
ως περιττή.
Με βρήκα ξανά, χάρις σε σένα!
Τώρα που με βρήκα δε θα με ξαναχάσω.
Θα δίνομαι μέχρι την τελευταία ανάσα μου.
Σ’ αυτούς που το αξίζουν, όχι σε όλους.
Θα προσφέρομαι αδιαμαρτύρητα
σε όσους μου απέδειξαν με πράξεις κι όχι μοναχά με λόγια,
πως με εκτιμούν και με νοιάζονται.
Αρκετά με το δόσιμο σε αδιάφορους ανθρώπους.
Τέλος η προσφορά σε μόνιμες απουσίες.
Εαυτέ μου, ήρθε η ώρα να σε φροντίσω όπως σου αξίζει.
Φιλίνα Ιγνατιάδου
Φιλίνα Ιγνατιάδου