Σάρα
Ξύπνησα λίγο πριν από εκείνη. Ένα δροσερό πρωινό αεράκι μπήκε από τις γρίλιες.
Μου αρέσει να ξυπνάω και να την παρατηρώ ενώ κοιμάται. Είναι μια συνήθεια χρόνων, αλλά δεν είχα πάντα το χρόνο να το κάνω με λεπτομέρεια.
Λατρεύω τους μικρούς ήχους της. Τόσο πολύ, που ποτέ δε θα το μάθει. Σχεδόν γυαλίζουν τα μάτια μου από συγκίνηση θωρώντας την.
Την αγαπώ. Πάντα την αγαπούσα. Από παιδούλα, κι ας το έμαθε αρκετά αργότερα.
Μου λείπει όταν είμαι μακριά της, κι ας με θεωρεί υπερβολικό.
“Τίποτα δεν είναι υπερβολικό όταν αγαπάς”, συνηθίζω να της λέω και αυτή χαμογελά αμήχανα.
Η γυναίκα στο κρεβάτι μου δεν είναι πια είκοσι, όμως εγώ ριγώ ακόμα.
Δε θέλω να με φανταστώ μακριά της, όχι δεν μπορώ. Μπορώ, αλλά δε θέλω.
Πάντα θα με σαγηνεύει το τρανταχτό της γέλιο, που ισοπεδώνει κάθε ίχνος ρυτίδας του προσώπου της κι ακόμα, όταν της λέω “καληνύχτα”, λάμπει η ματιά της.
Κι ας βαραίνουν εκείνα όταν τα κλείνει. Κι ας πονά το σώμα όταν ξαπλώνει.
Τίποτα δεν είναι το ίδιο κι όλα είναι.
Πέρασαν σαράντα δύο χρόνια, κι όμως, σαν να τα ζω ακόμα μέρα τη μέρα.
Σαράντα δύο χρόνια μιας αγάπης ανιδιοτελούς, σαν εκείνες των μυθιστορημάτων.
Σου πήρα το δώρο σου ένεκα της ημέρας. Ένα λεπτεπίλεπτο κολιέ για το λαιμό, παρέα με μια αγκαλιά λουλούδια που τα μάζεψα εγώ ο ίδιος πριν από λίγο. Δε μου έκαναν εκείνα του εμπορίου. Πολύ κλισέ.
Ήθελα να τα μαζέψω εγώ, ένα – ένα. Ανομοιογενή αλλά όμορφα. Σαράντα δύο. Όπως και τα χρόνια μας μαζί.
Θα ήθελα όλα αυτά και τόσα άλλα να στα γράψω, αλλά φοβάμαι πως δεν αποτυπώνονται πάντα τα συναισθήματα σε μια κόλλα χαρτί. Το λέω εγώ που πάντα έγραφα. Εγώ, που σου γέμιζα το σπίτι με ραβασάκια. Μικρά δείγματα αγάπης για να με νιώθεις πάντα δίπλα σου.
Κι όμως, νιώθω ότι ένα γράμμα δεν περιγράφει τα συναισθήματά μου για σένα μετά από σαράντα δύο χρόνια.
Σε τραβάω τρυφερά πάνω στο στήθος μου. Περιμένω να ξυπνήσεις. Δεν μπορώ να σου ξεφύγω. Ούτε θέλω!
Θα τα διαβάσεις όλα στο βλέμμα μου.
Χρόνια μας πολλά, αγάπη μου!
Εύη Μαυρογιάννη