Μια ζωή δική μου
Σκέφτηκα να βγω στο μπαλκόνι, να πιω έναν καφέ, μα μου φάνηκε στενός ο χώρος και δίστασα. Πώς να απλώσω τη χαρά που ένιωθα, σε ένα χώρο που τον περιορίζουν κάγκελα; Γιατί ήταν μεγάλη η ευφορία που αισθανόμουν, που τα σίδερα δεν έπρεπε να βρίσκονται στο τοπίο. Μόνο τα λουλούδια, πολύχρωμα, ευωδιαστά. Μόνο τα πουλιά που κελαηδούσαν. Μόνο ο ήλιος που φώτιζε τα πάντα, κάνοντάς τα να φαίνονται αλλιώτικα γύρω μου – ζωντανά, θαρρώ πως ταιριάζει να πω. Λες κι αισθάνονταν πως ήμουν διαφορετική και το επικροτούσαν.
Αυτή η διαφορά μέσα μου ήταν που νίκησε το δισταγμό μου και βγήκα στο μπαλκόνι με τον καφέ μου. Κάθισα κι άφησα το βλέμμα μου να ατενίσει το καταγάλανο κομμάτι του ουρανού πάνω από τις οικοδομές. Κοίταξα τα ελάχιστα σύννεφα που έκαναν τη βόλτα τους, με τη φαντασία μου να πλέκει εικόνες και σχήματα. Άρχισα να πίνω τον καφέ μου, κλείνοντας κάπου κάπου τα μάτια μου. Τον απολάμβανα. Χαμογελούσα. Μια αίσθηση γαλήνης. Τι γλυκός ο «ήχος» της… Επισκίαζε, ωστόσο, κάθε άλλον εκείνη την ώρα, που η γειτονιά ανασκαλεύονταν με φωνές παιδιών και ενηλίκων, θορύβων μιας γωνιάς γης ζωντανής. Κομμάτι της κι εγώ, μα τόσο ήσυχο πλέον, ήρεμο, ανάλαφρο.
Είχα παλέψει με τους δαίμονές μου. Έκλαψα, πόνεσα, γονάτισα από τη δύναμη που με χτυπούσαν, μα δεν παραιτήθηκα. Έδωσα ως το τέλος τις μάχες μου. Και ήταν πολλές πανάθεμά τες. Με λύγισε αρκετές φορές η σφοδρότητά τους. Νίκησα όμως, κι αυτό κρατάω. Κέρδισα και, παρ’ όλο που δεν έμεινα αλώβητη, είμαι εδώ, σ’ ένα χώρο μικρό, μα δικό μου, για να ζήσω μια ζωή, τη δική μου. Ευφορία ψυχής η ανταμοιβή μου, αξία ανεκτίμητη και δυσεύρετη.
Λίνα Κατσίκα