Η απαγωγή μου
Ήθελαν να σπάσουν πλάκα. Να γελάσουν. Με ποιον; Μ’ εμένα. Τον πιο εύθραυστο του σχολείου. Τον πιο ευαίσθητο. Τον πιο αδύναμο. Τόσο άντρες ήταν. Και τόσο μάγκες. Έτσι πίστευαν αυτοί οι αλήτες για την πάρτη τους. Γιατί στην ουσία αυτό ήταν και τίποτα παραπάνω. Αλήτες.
Ήμουν μαθητής της Ά τάξης του 1ου Γυμνασίου Νίκαιας. Ο μεγάλος μου αδερφός, ο Βασίλης, πήγαινε στο Λύκειο τότε. Τους ήξερε καλά. Γι’ αυτό δεν τους έκανε παρέα. Ο αδερφός μου, οι αδερφές μου και εγώ ήμασταν παιδιά από σπίτι. Με αξίες. Με αρχές. Προσέχαμε πολύ με ποιους συναναστρεφόμαστε. Τι λέγαμε και τι κάναμε με ποιους. Οι καθηγητές μιλούσαν πάντα με τα καλύτερα λόγια για μας στους γονείς μας. Ας μη μιλήσουμε για τις βαθμολογίες μας και για τη συμπεριφορά μας μέσα στην τάξη.
Όλα καλά μέχρι εδώ. Το κακό μ’ εμένα, η ρετσινιά που μου κόλλησαν, το bulling για να το πω πιο απλά το είχα φορτωθεί στην πλάτη μου από το Δημοτικό. «Αγοροκόριτσο» με φώναζαν επειδή έκανα παρέα μόνο με κορίτσια. Και που είναι το κακό; Υπάρχει κάποιος νόμος που να λέει ότι τα αγόρια πρέπει υποχρεωτικά να παίζουν ποδόσφαιρο με τα άλλα αγόρια; Υπάρχει κάποιος νόμος που να απαγορεύει τα αγόρια να κάνουν παρέα με κορίτσια; Αφού τις αγαπούσα; Που ήταν το κακό; Και όμως με έδειχναν με το δάχτυλο. Ήμουν για χρόνια το αγοροκόριτσο του σχολείου. Και στο Δημοτικό αλλά και στο Γυμνάσιο.
Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Θυμάμαι πως μου συμπεριφέρθηκαν λες και είμαι σκουπίδι. Το τίποτα. Άνοιξη ήταν. Έκανε ζέστη. Βγήκα από το σχολείο και τέσσερις αλήτες με σήκωσαν στα χέρια. «Απαγωγή»! φώναζαν και γελούσαν. Για μένα δεν ήταν καθόλου αστείο. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω. Ότι έρχεται το τέλος του κόσμου.
Κατεβαίναμε την Κύπρου. Μάλλον ήθελαν να δουν τα όριά μου. Τι θα έκανα. Πως θα αντιδρούσα. Τι να έκανα; Ήταν τέσσερις και ήμουν μόνος. Έβαλα τα κλάματα και άρχισα να ουρλιάζω. «Βοήθεια»! Αλλά φωνή από μέσα μου δεν έβγαινε. Λίγο πριν φτάσουμε στην είσοδο στο Κηποθέατρο τους πήρε είδηση ο σωτήρας μου. Ο μεγάλος μου αδερφός. Ο Βασίλης.
«ΡΕ! Είστε μαλάκες; Αφήστε τον τώρα κάτω και μην τον ακουμπήσετε ξανά!» τους φώναξε. Εκείνοι συνέχισαν να γελάνε. Μα πού ήταν το αστείο; Δεν μπορώ να καταλάβω. Ο αδερφός μου με καθησύχασε. Με πήρε αγκαλιά και τότε η καρδιά μου πήγε στη θέση της. Πήγαμε στο σπίτι. Στους γονείς μου δεν είπα τίποτα. Ποτέ μου δεν τους έλεγα τίποτα για να μην τους στεναχωρήσω.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα σχολεία υπάρχουν ακόμα. Γειτονιά δεν άλλαξα. Και ούτε πρόκειται. Αλήτες όμως, δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα. Και είναι πολλοί. Και κυκλοφορούν ανάμεσά μας!
Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης