Φυλακή πολυτελείας
Η Μάρα έχει περάσει τα σαράντα και δεν έχει βάλει στεφάνι ποτέ. Ίσως να έβαλε κάποιες νύχτες στα όνειρα της, δεν μπορώ να ξέρω. Μπορεί εκεί να φόρεσε ακόμα και λευκό μεταξωτό νυφικό. Και βέλο στα μαλλιά. Ποιος μπορεί αλήθεια να γνωρίζει;
Τον είδε τον Λουκή και τον ερωτεύτηκε με την μία. Τον αγάπησε με όλο της το είναι και δέχτηκε μετά χαράς να αποτελεί το παράνομο λιμάνι του. Το πιο όμορφο λιμάνι που έπιασε ποτέ του ο Λουκής για την ακρίβεια και ας είχε κάνει στη ζωή του, του κόσμου τα ταξίδια!
Έμεινε η Μάρα μια ζωή στο πλάι του. Ποτέ δεν απαίτησε το παραμικρό. Μια ζωή στο περίμενε να βρει ο Λουκής την ευκαιρία να ξεπορτίσει. Να δραπετεύσει από το όμορφο το σπιτικό και τις ανέσεις του. Από ένα σπίτι που θα το ζήλευαν ακόμα και οι νεράιδες. Να δραπετεύσει από μια σύζυγο που τον λάτρευε και από δυο παιδιά που τον είχαν για θεό τους.
Υπάρχουν τόσο όμορφες φυλακές; Ναι υπάρχουν. Υπάρχουν φυλακές τόσο όμορφες που ούτε τη θέα τους δεν αντέχεις! Ούτε καν την μυρωδιά τους! Έτσι ήταν για το Λουκή η φυλακή. Πολυτελείας. Ζηλευτή. Ονειρεμένη.
Σε ένα χαμόσπιτο στον Τουρκομαχαλά, μέσα σε κάτι σεντόνια αγορασμένα από τη λαϊκή και κάτω από ένα ταβάνι που έκλαιγε κάθε που έπιαναν οι μπόρες ένοιωθε ως το κόκκαλο την ελευθερία ο Λουκής και απολάμβανε τον έρωτα. Βλέπεις για τον Λουκή η ελευθερία είχε να κάνει με την παρανομία. Με τα μυστικά τα ραντεβού και με έναν έρωτα που δεν τρύπαγε από της ρουτίνας τις βελόνες.
Για τον Λουκή η ευτυχία είχε το χρώμα των μαλλιών της Μάρας. Μαύρο. Και το άρωμα της. Γιασεμί ανακατεμένο με γαρδένια.
Και κάπως έτσι κυλήσαν τα χρόνια του Λουκή. Μοιρασμένα άνισα ανάμεσα σε χρυσά πρέπει και φοβισμένα θέλω. Λυγισμένα και καμπούρικα από το βάρος μιας συγνώμης που όφειλε σε όλους. Και που δεν ξεστόμισε ποτέ.
Ιωάννα Πιτσιλλή