Άγγελοι του δρόμου
Παρασκευή απόγευμα. Πίνω τον καφέ μου μπροστά από την Καπνικαρέα, στο Μοναστηράκι, στο γνωστό εκείνο πεζούλι που με έχει φιλοξενήσει άπειρες φορές στα ζόρια μου και στις χαρές μου. Που έχει γίνει μάρτυρας των ενίοτε γέλιων και των ενίοτε δακρύων μου. Εκεί, στο Κέντρο. Στο αγαπημένο μου μέρος όλων. Εκεί που νιώθω την ασφάλεια και την σιγουριά του δρόμου. Ναι, του δρόμου. Ενός οικείου δρόμου, δικού μου.
Παρατηρώ τον κόσμο. Είναι ακόμα νωρίς. Ζευγαράκια μικρής ηλικίας χαχανίζουν ανάλαφρα. Φαίνεται ότι στις αποσκεύες τους δεν κουβαλάνε πολλά. Είναι ελαφριά ακόμα τα μπαγκάζια τους. Παρέες πηγαινοέρχονται κουβεντιάζοντας. Κάποια κυρία έχει κουρνιάσει παραδίπλα στο πεζούλι και κοιμάται τυλιγμένη σε μια παλιά κουβέρτα. Κάνω ήρεμες κινήσεις να μην την ενοχλήσω.
Όσο περνάει η ώρα και νυχτώνει οι φιγούρες των ανθρώπων αλλάζουν. Μεταμορφώνονται. Σκοτεινιάζουν. Μια γυναίκα μέσης ηλικίας μιλάει μόνη της φωναχτά. Σχεδόν επιθετικά. Ποιος ξέρει ποιοι δαίμονες την ταλανίζουν. Δείχνει να παλεύει μαζί τους, να προσπαθεί να τους νικήσει αλλά η μάχη είναι άνιση. Απομακρύνεται βρίζοντας.
Πίνω λίγο καφέ. Ζεσταίνει αμέσως ουρανίσκο και ψυχή. Έρχεται δίπλα μου ένας άντρας με έναν σκύλο. ” Τι γράφεις εκεί; Και τι κάνεις τέτοια ώρα μόνη σου εδώ;” με ρωτάει. “Γράφω άρθρο και παρατηρώ ανθρώπους” του λέω. Σαν να μην με άκουσε ποτέ κάθεται και αρχίζει να μιλάει. ” Εγώ είμαι μόνος μου. Χωρισμένος. Έχω περάσει πολλά. Δεν έχω φίλους. Να, ο καλύτερός μου φίλος είναι ετούτος εδώ” λέει και μου δείχνει τον σκύλο του. “Σε πονάνε οι άνθρωποι… Και εσύ πήγαινε σπίτι σου, είναι επικίνδυνα εδώ. Γιατί σε άφησαν μόνη σου; Και αν ποτέ θελήσεις, ραντεβού εδώ. Έλα να πάμε για καμιά μπίρα” συμπληρώνει. Άκακος φαίνεται. Και μόνος. Ασυναίσθητα σιγοψιθυρίζω “Ναι, σε πονάνε οι άνθρωποι…” Με χαιρετάει και φεύγει. Φεύγει τόσο αθόρυβα και γρήγορα που αναρωτιέμαι αν όντως καθόταν δίπλα μου πριν από λίγο. Σαν άγγελος που έχασε τον δρόμο του και βιάζεται να επιστρέψει.
Σηκώνομαι να φύγω. Η κυρία παραδίπλα είναι ακόμα κουρνιασμένη με την κουβέρτα της και κοιμάται. Πετάγομαι στον απέναντι φούρνο και της αγοράζω κάτι να φάει. Με αργές κινήσεις το ακουμπάω απαλά δίπλα της, μην την ξυπνήσω. “Ευχαριστώ παιδί μου” ακούγεται μια φωνή μέσα από την φθαρμένη κουβέρτα.
Θα ήθελα κάποτε να ξορκίσω όλους τους δαίμονες, όλων αυτών των ανθρώπων μαζί και τους δικούς μου. Να τους εκτελέσω έναν-έναν, να μην υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος μόνος, ούτε ένας να υποφέρει, να πονάει ή να κρυώνει. Θα ήθελα μια μέρα να δώσω μία μάχη για όλους τους βασανισμένους και να νικήσω. Να δω χαμόγελα στα χείλη και στα μάτια τους. Να περιποιηθώ τα τσακισμένα τους φτερά και να πετάξουμε μαζί σε όμορφους κόσμους δίχως θλίψη. Θα ήθελα μια μέρα… Προς το παρόν μόνο να κλάψω μπορώ γι΄αυτούς. Και για μένα.
Εύα Κοτσίκου