Συνοικία το όνειρο
Στην Ελλάδα του 1961 και ενώ οι άρχοντες του τόπου αυτού προσπαθούσαν διακαώς να προβάλλουν την όμορφη πλευρά της χώρας, ο Αλέκος Αλεξανδράκης τόλμησε να σκηνοθετήσει μια δραματική ταινία, γνωστή στους περισσοτέρους μας “Συνοικία το όνειρο”, με τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Κώστα Κοτζιά να υπογράφουν το σενάριο και τόσο τον ίδιο τον Αλεξανδράκη όσο και την σύζυγό του Αλίκη Γεωργούλη, τον Μάνο Κατράκη, την Σαπφώ Νοταρά και άλλους να υποδύονται πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο Αλεξανδράκης επένδυσε όλες του τις οικονομίες τις οποίες είχε μαζέψει τότε ως ηθοποιός ώστε να κάνει την πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια. Σκοπός του με αυτό το υπέρ ρεαλιστικό φιλμ ήταν να βγάλει στο φως όλη την αλήθεια για την εξαθλίωση και την φτώχεια που ζούσαν τότε στην περιοχή του Ασυρμάτου οι Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Αττάλεια. Ο Ασύρματος βρίσκεται μεταξύ Θησείου και Άνω Πετραλώνων, πάνω από την οδό Τρώων, εκεί που σήμερα δεσπόζουν μερικά από τα πιο καλοδιατηρημένα ουζερί και μεζεδοπολεία της Αθήνας και την ονομασία του έχει πάρει από τις πρώην εγκαταστάσεις του Ναυτικού. Περπατώντας κανείς από τα Άνω Πετράλωνα προς το Θησείο σήμερα θα συναντήσει τα λεγόμενα “Ατταλιώτικα” τα οποία είναι πέτρινες μονοκατοικίες που παραχώρησε η βασίλισσα Φρειδερίδη σε κάποιους από τους πρόσφυγες της περιοχής και θυμίζει ένα μικρό χωριό μέσα στο κέντρο της πόλης. Αργότερα η βασίλισσα παραχώρησε επίσης μία πολυκατοικία με πολλά διαμερίσματα στους πρόσφυγες η επονομαζόμενη “πολυκατοικία της βασίλισσας” η οποία μέχρι και σήμερα βρίσκεται στον περιφερειακό του Φιλοπάππου.
Απέδωσε, λοιπόν, ο Αλεξανδράκης όλη την στυγνή αλήθεια για την κατάντια της διαβίωσης των ανθρώπων του Ασυρμάτου με κάθε λεπτομέρεια. Αυτό βέβαια ενοχλούσε. Και ενοχλούσε πολύ σε σημείο να ξυλοκοπούνται μέχρι και οι κομπάρσοι που τόλμησαν να πάρουν μέρος στο φιλμ από βαλτούς. Η ταινία θεωρείτο ότι δυσφημούσε την εικόνα μιας Ελλάδας που ευημερούσε αφού στον αντίποδα βρισκόταν η νυχτερινή ζωή της Αθήνας με τα μπουζούκια και την καλοπέραση. Αυτός ήταν και ο λόγος που το δημιούργημα του Αλεξανδράκη λογοκρίθηκε και κάθε φορά που περνούσε από κάποια επιτροπή το “πετσόκοβαν” σε σημείο που έμεινε μισό και ουδεμία σχέση είχε με την πρωταρχική εικόνα που ήταν προορισμένο να περάσει. Οι αρχικές κόπιες δε, καταστρέφονταν στην ασφάλεια.
Ό,τι είχε απομείνει από το φιλμ προβλήθηκε στις 3 Αυγούστου του 1961 στον κινηματογράφο “Ράδιο Σίτυ” όπου η πρεμιέρα διεκόπη απότομα μπροστά στα μάτια των επίσημων καλεσμένων. Η ταινία μετά από όλα αυτά αποδείχθηκε μια αποτυχία εισπρακτικά. Καιρό αργότερα στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η ταινία δικαιώθηκε και όπως είπε και ο ίδιος ο Αλεξανδράκης “από εκεί βγήκαν τα χαμένα λεφτά”. Επίσης μετέπειτα δήλωνε ότι από την στιγμή που καταστράφηκε το έργο του μετά τις τόσες περικοπές δεν τον αφορούσε πια.
Παρ΄όλα αυτά το έργο αυτό χαρακτηρίστηκε αριστούργημα αποσπώντας βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την μουσική επένδυση είχε αναλάβει ο Μίκης Θεοδωράκης με το τραγούδι που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης “Βρέχει στην φτωχογειτονιά”.
Άραγε ζούμε και σήμερα σε μια διχασμένη Ελλάδα; Η αντίθεση που παρατηρώ στο κέντρο της Αθήνας μου απαντά πως ναι. Από τη μια μεριά καλοντυμένοι, περιποιημένοι και χαμογελαστοί νεοέλληνες πίνουν το ποτό τους κάτω από την Ακρόπολη απολαμβάνοντας την αίγλη της περιοχής και λίγο παρακεί , στην οδό Ερμού και όχι μόνο άστεγοι κρυώνουν, πεινάνε και ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης στον δικό τους Ασύρματο.
Εύα Κοτσίκου