Λείπεις
Δεν μου έδειξες από την αρχή το αληθινό σου πρόσωπο. Πίστεψα πως ήσουν αληθινός, μα γελάστηκα. Πόσο ανόητη ήμουν στ’ αλήθεια. Πώς είναι δυνατόν κάτι τόσο όμορφο, τόσο παραμυθένιο να έχει σάρκα και οστά; Όλα ήταν αλλιώτικα μαζί σου. Ο ήλιος που έλαμπε τη μέρα, η θάλασσα, οι περίπατοι, τα δειλινά που άναβαν φωτιές στον ουρανό, τ’ αστέρια που φώτιζαν λες διαφορετικά τη νύχτα. Ήσουν για μένα το άπιαστο. Κι όμως σε κρατούσα στην αγκαλιά μου. Κοίταζα τα μάτια σου και χανόμουν στο ‘βυθό’ τους, καθώς ήταν για μένα ένας κόσμος ολάκερος. Μεγάλο το λάθος μου, εγκληματικό θα έλεγα αυτό που μου προκάλεσα. Όλα ήταν ψευδαισθήσεις τελικά. Όνειρα που έπλαθα μόνο εγώ, συναισθήματα που έκαναν μόνο τη δική μου καρδιά να χτυπά δυνατά και τη δική μου ψυχή πλημμύριζαν. Ένας κόσμος γυάλινος, όπως αποδείχτηκε, που γρήγορα θρυμματίστηκε και χάθηκε. Και σβήστηκαν τα φώτα στους δρόμους, στην καρδιά, στο μυαλό. Απλώθηκε σκοτάδι και χάθηκα. Το μαύρο των ματιών σου με κύκλωσε και βούλιαξα ακόμα πιο βαθιά σ’ ένα χάος που έμοιαζε ατελείωτο. Τα μάτια μου άργησαν να δούνε την αλήθεια, η ψυχή μου συνέχισε να νιώθει και να δίνεται, η καρδιά μου δεν θέλησε να πάψει ν’ αγαπάει. Κι αυτό που έμεινε ήταν η μοναξιά να με λιώνει μέρα τη μέρα, αναμνήσεις άλλοτε ξέθωρες κι άλλοτε ολοζώντανες να με βασανίζουν. Λείπεις.