Οι δικοί σου άνθρωποι

Έβαλες τα καλά σου ζωή και περίμενες..
Όλο και κάποιος άνθρωπος θα περνούσε να δει τι κάνεις. 
Να πιείτε έναν καφέ. 
Να σε ευχαριστήσει. 
Να σε θαυμάσει που στέκεσαι ακόμα όρθια.
 
Έβαλες τα καλά σου και εσύ και περίμενες..
Νόμιζες ότι θα περνούσαν οι φίλοι και θα προσπερνούσαν οι εχθροί.
Νόμιζες ότι θα ερχόντουσαν να φάνε οι κολλητοί και θα έκλεινες την πόρτα στους περαστικούς από την ζωή σου.
Νόμιζες ότι θα είχες όμορφα χέρια να σε ζεστάνουν από τις βουτιές στα παγωμένα νερά των δήθεν ανθρώπων σου.
 
Νόμιζες..
 
Έτσι νόμιζαν και εκείνοι. 
Ότι θα ήσουνα πάντα εκεί να τους κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν σε χρειάζονταν. 
Ότι θα ζούσες για να καταπίνεις τα φαρμάκια τους και να φτύνεις χαμόγελα και γλυκόλογα. 
Ότι θα μπορούσες να κρατηθείς από ένα κλαδάκι όταν σε έσπρωχναν με το ένα χέρι στον γκρεμό ενώ με το άλλο ορκίζονταν ότι σε λάτρευαν.
 
Νόμιζαν.. 
 
Έτσι άφησε τους να νομίζουν ότι κέρδισαν. 
Άφησε τους να διαφημίζουν παντού την δήθεν αθωότητα τους. 
Άφησε τους να νιώθουν αθώοι, να νιώθουν ευάλωτοι, να νιώθουν άνθρωποι. 
Έτσι και αλλιώς δεν καταλαβαίνουν την διαφορά. 
Ποτέ τους δεν υπήρξαν τίποτα από όλα αυτά. 
 
Άφησε τους.. 
 
Όπως ακριβώς σε άφησαν εκείνοι στην μάχη και σε εγκατέλειψαν. 
Χωρίς τύψεις συνείδησης, χωρίς άλλοθι, χωρίς κανέναν μάρτυρα υπεράσπισης. 
Όπως ακριβώς σε άφησαν να στεγνώσεις στην παγωμένη άμμο ενώ οι ίδιοι είχαν ήδη φτιάξει την βαρκούλα τους. 
 
Ξέχασε τους..
 
Όπως σε ξέχασαν και εκείνοι την ώρα της κρίσης. 
Όπως σε εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο και γύρισαν στις ζωές τους, στα ψέμματα τους, στην δήθεν καλοσύνη τους, στην παράλυτη ψυχή τους. 
 
Έβαλες τα καλά σου ζωή και περίμενες.. 
Μα δεν πρόσεξες οτι όλοι οι άλλοι έβαλαν την μάσκα ανθρώπου και σε ξεγέλασαν να περάσουν μέσα.
 
Δεν παρατήρησες οτι όλοι οι άλλοι, παραμονεύαν και σε περίμεναν στην γωνία ντυμένοι..
οι “Δικοί σου άνθρωποι”. 
 
ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΣΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
 
Μπέττυ Κούτσιου

About Μπέττυ Κούτσιου

Ονομάζομαι Μπέττυ Κούτσιου Έχω την ευλογία να γράφω..
Γράφω γιατί είναι η ανάγκη μου μαζί με τις ανάσες που παίρνω.
Δεν τις μετράω σε οξυγόνο αλλά σε λέξεις.
Γράφω γιατί αλλιώς δεν θα είχα πού να ακουμπήσω.Θα αιωρούμουν στο κενό.Τώρα ακουμπάω στα χαρτιά και τα μολύβια μου.
Ακουμπάω στις λέξεις μου που αγαπάω και με αγαπούνε και αυτές.
Ξεκουράζομαι, ηρεμώ, γαληνεύω.
Η γραφή είναι σιωπή. Είναι λύτρωση. Με σώζει και εγώ την ευγνωμονώ.
Εύχομαι σε όλο τον κόσμο που με διαβάζει να βρει την αγάπη και να γιατρευτεί από εκείνη.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει