Στα βήματά της

Κοίταξε έξω από το παράθυρο, εκεί που εξαπλωνόταν η πόλη σε έναν ατελείωτο ορίζοντα. Άναψε τσιγάρο κοιτάζοντας τα φώτα της, πολλά μικρά, εκατομμύρια φώτα να δίνουν το στίγμα της πόλης.

Κοιτάζοντας προς τα εκεί που έπεφτε η θάλασσα, την οποία μπορούσε να δει πολύ καθαρά στο μακρινό ορίζοντα όταν ήταν μέρα φωτεινή και καθαρή, σήκωσε το γιακά του μπουφάν του. Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά παράλληλα αναζωογονητικό. Βαρδάρης σού λέει μετά.

Όταν τα πράγματα πήγαιναν στραβά και το σπίτι ήταν πολύ μικρό για να τον χωρέσει, όταν ένιωθε ότι δεν είχε καμία άλλη διέξοδο και οι σκιές στους τοίχους του θύμιζαν σκηνές και καταστάσεις που δε μπορούσε να ξεφορτωθεί, έμπαινε στο αμάξι και οδηγούσε κάπου ψηλά. Έβρισκε κάποιου είδους παρηγοριά και γαλήνη όταν έβλεπε τα φώτα της πόλης.

Αναρωτήθηκε πόσοι άνθρωποι αντιστοιχούσαν σε κάθε φωτάκι και πόσο είχαν αψηφήσει το κρύο και είχαν βγει έξω εκείνο το κρύο Σαββατόβραδο. Η Θεσσαλονίκη είχε μία άγρια γοητεια τις νύχτες, ακόμα κι αν βρισκόσουν στην καρδιά της. Όταν μπορούσες να νιώσεις στα πόδια σου τον παλμό μίας πόλης που ζει, αναπνέει και κινείται στους ρυθμούς των κατοίκων της. Όταν τα βράδια η πόλη μεταμορφωνόταν ένα απέραντο μυστηριακό τοπίο, με όλα τα στενά και τα στέκια της να σφύζουν από ζωή και αλκοόλ.

Στιγμιαία στο μυαλό του ήρθε εκείνη. Που σε μία πόλη όπου κάθε μέρα βλέπεις ανθρώπους που μπορεί να μην έχεις ξαναδεί, σε μία πόλη με χαλαρούς ρυθμούς κι όμως άπειρες εναλλαγές, την τράκαρε πολύ πιο συχνά απ’οσο θα περίμενε. Απ’όσο ήλπιζε. Ίσως ήταν ότι τα στέκια τους ήταν παρόμοια. Ίσως ήταν ότι κι εκείνος βρισκοταν σε μία διαρκή άρνηση όταν σκεφτόταν ότι θα έπρεπε ίσως να ανακαλύψει ένα νέο μέρος της πόλης, μακριά απο εκεί. Μακριά από εκείνη.

Εκείνη, τόσο όμορφη και τόσο ζωντανή. Εκείνη, με το θλιμμένο βλεμμα και το γνήσιο χαμόγελο. Εκείνη, με τα μακριά της μαλλιά και τα εκφραστικά της μάτια. Εκείνη. Μόνο εκείνη.

Τη φαντάστηκε σε ένα στέκι της εκεί στο κέντρο, να ακούει μουσικές και να πίνει ποτά. Να χορεύει και να μεθά. Να μιλάει σε γνωστούς και αγνώστους. Να ζει. Σαν να προσπαθούσε να βρει το φωτάκι της πόλης που της αντιστοιχούσε σε εκείνη τη δεδομένη στιγμή, για να τη φέρει πιο κοντά του. Για να τη νιώσει μέσα του. Προσπάθησε να ακολουθήσει τα βήματά της, τη διαδρομή της μέσα στην πόλη. Μήπως και κατάφερνε να την αισθανθεί και να νιώσει για λίγο τη ζεστασιά του να είναι κοντά της. Δίπλα της.

Γεμάτος πίκρα και θλίψη, αποφάσισε να λήξει εκείνη τη νύχτα εκείνη τη στιγμή. Είχε δει κι είχε νιώσει πολλά. Δε θα μπορούσε να ακολουθήσει τη διαδρομή της, δε θα μπορούσε να τη βρει. Δε θα μπορούσε να τη φέρει ξανά κοντά του. Ξεκίνησε και πήρε το δρόμο της επιστροφής, επανεντάσσοντας τον εαυτό του στα φώτα της πόλης. Περνώντας τα ένα ένα. Επιστροφή στην πραγματικότητα.

Στη διαδρομή παρατηρούσε τα φώτα και τα φανάρια. Σάββατο βράδυ και όλα ξέφρενα, το πλήθος παντού και βιαστικό και ο ίδιος να περνάει ανάμεσά τους σχεδόν σπρώχνοντας, αδιαφορώντας για τα βλέμματα που εισέπραττε. Τα φανάρια άλλαζαν από πράσινα σε κόκκινα και ο ουρανός πάνω από την πόλη είχε ένα κοκκινωπό χρώμα. Το αλκοόλ στο αίμα του τον έκανε λίγο πιο ελαφρύ και συνάμα πιο βαρύ, γιατί έβγαζε τα πιο καλά κρυμμένα του συναισθήματα στην επιφάνεια. Καταστάσεις περνούσαν από το μυαλό του και για μία στιγμή ευχήθηκε με όλη τη δύναμη την ψυχής του να την ξαναδει για ακόμα μία φορά. Κάπου, κάπως, κάποια στιγμή.

Διασχίζοντας το παρκάκι για να φτάσει σπίτι του, κλώτσησε τα πεσμένα φύλλα των δέντρων εκνευρισμένος. Έβλεπε τόσο καθαρά ότι φοβόταν να είναι χωρίς εκείνη. Ότι υπήρξε ανόητος κι άφησε την καρδιά του να δηλητηριαστεί από συναισθήματα αρνητικά που τελικά την απομάκρυναν. Κι αναρωτήθηκε που να βρισκόταν εκείνη τη στιγμή. Γρήγορα ξεφορτώθηκε την σκεψη κι έψαξε τα κλειδιά στην τσέπη του. Κάνοντας να βάλει το κλειδί στην πόρτα, πάγωσε.

Εκείνη.

Καθισμένη στα σκαλιά της πόρτας, τον κοίταξε σιωπηλή. Ένιωσε το αίμα στις φλέβες του να παγώνει και την καρδιά του έτοιμη να σπάσει. Ήθελε τόσα να πει. Τόσα να δείξει. Και δεν τολμούσε καν να κουνηθεί, μήπως και ήταν όνειρο. Μήπως ήταν μία αυταπάτη βασισμένη στην απελπισμένη του επιθυμία να την έχει ξανά κοντά του.

“Τι κάνεις εσύ εδώ;”, ήταν το μόνο που κατάφερε να πει.

Τον κοίταξε ξανά με ένα ουδέτερο βλέμμα. Μετά σηκώθηκε και τον πλησίασε. Έβαλε τα παγωμένα από το κρύο χέρια της στο πρόσωπό του. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει στα μάτια ακίνητος, ενώ η ψυχή του ούρλιαζε να κάνει κάτι πριν εκείνη κάνει ένα βήμα πίσω και ξαναχαθεί οριστικά.

Αντί αυτού, τον κοίταξε για μία ακόμα στιγμή χωρίς να πει τίποτα, κοιτάζοντάς τον με ένα βλέμμα ουδέτερο, σχεδον αινιγματικό.

“Τι κάνεις εσύ εδώ;”, την ξαναρώτησε κι ένιωσε όλη του την ύπαρξη να εξαρτάται από την απάντησή της.

Τα δευτερόλεπτα φάνηκαν αιώνες πριν εκείνη τελικά χαμογελάσει και του πει:

“Απλά ακολούθησα τα βήματά σου”.

Ad Infinitum

Πηγή: http://adinfinitumandallthat.blogspot.gr/2018/05/blog-post.html

https://www.youtube.com/watch?v=G5yEpOw-YXw

About Guest Μεταξύ μας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει