Μέχρι να ξημερώσει
«Μα καλά στο Κολωνό θα μείνεις», ρωτάει η Άννα. «Τόσα ωραία μέρη υπάρχουν και μακριά απ’ το κέντρο”, συνεχίζει.
«Μα ρε Άννα που να μετακομίζεις τώρα, έχεις να μου δώσεις 1500 ευρώ που μου λείπουν, για να την κάνω από δω;”, της απαντώ, και αμέσως αντιλαμβάνομαι το μεγάλο ψέμα που ξεστόμισα και κοιτώντας τον ουρανό, αντιλαμβάνομαι γιατί δε θέλω να φύγω από αυτό το σπίτι.
Θυμάμαι κάτι καλοκαίρια στην παραλία στο Ξυλόκαστρο ξαπλωμένη στα χαλίκια (και πάντα σηκωνόμουν με σημάδια, αλλά εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε, γιατί ως γνωστόν σε φάσεις ευφορίας ο πόνος ελαχιστοποιείται), χάζευα το καμβά του Θεού. Δεν ξέρω τι με εξίταρε πιο πολύ, οι χρωματικοί συνδυασμοί made in heaven κυριολεκτικά και μεταφορικά ή αυτό το κοίλο του ουρανού που ένιωθα να με προστατεύει σαν ασπίδα; Aμέσως συνειδητοποιούσα ότι αυτή η ασπίδα είναι πολύ εύθραυστη, πολύ μικρή σε σχέση με το σύμπαν. Και πάνω που άρχιζα να νιώθω μια λεπτομέρεια εγώ του σύμπαντος κατά το γνωστό άσμα, έρχονταν καταπάνω μου τα κωλόπαιδα τα ξαδέρφια μου και με έβγαζαν από τον κόσμο μου , κάτι σαν τη σκηνή από το Truman Show που ο Carrey σκίζει το σκηνικό χωρίς όμως τα κωλόπαιδα.
Να’ μαι τώρα σπίτι μου, στον ταπεινό μα πανάρχαιο Κολωνό ,που λέει και μια ψυχή, να αγναντεύω το ίδιο τούτο σκηνικό. Κάθε λεπτό που περνάει, τα σύννεφα στήνονται σε διαφορετικά πόστα στη σκηνή αυτού του θεάτρου και πάνω που ετοιμάζονται να απαγγείλουν το κομμάτι τους ο πανούργος άνεμος τους αλλάζει τα σχέδια. Μα αυτά δε το βάζουν κάτω, αλλάζουν δομή άρδην, τόσο γρήγορα που θες να τα παρακολουθείς, σαν να παρακολουθείς τους ηθοποιούς στις κουίντες πως τρέχουν να αλλάξουν για το επόμενο κομμάτι τους. Κάθε μέρα εκτυλίσσεται μπροστά μου το ίδιο έργο με διαφορετικό σκηνικό για κάθε λεπτό της ώρας. Αλλά δε θέλω να χαμηλώσω τα μάτια μου. Γουστάρω πολύ που μπορώ και βλέπω κάθε μέρα τσάμπα θέατρο τόσο τέλειο, τόσο αψεγάδιαστο, τόσο αρμονικό όσο και η jazz που παίζει ο Thelonius στο πιάνο, ναι αυτό είναι! Η jazz του Θεού! Άλλοτε παίζει swing, άλλοτε funky, άλλοτε μαυρίλες και άλλες φορές την πιο αισθησιακή smooth jazz που έχω ακούσει ποτέ.
Τώρα βέβαια θα μου πεις «Κοπελιά όχι και τσάμπα, όχι και τσάμπα, 450 το μήνα δεν είναι και λίγα». Ναι, δε λέω αλλά τουλάχιστον είμαι στη πάνω πάνω σειρά του αμφιθεάτρου και δε με εμποδίζει κανένας. Ξαφνικά θυμάμαι το πατρικό, το σπίτι της θείας, της φίλης, του γκόμενου, του συναδέλφου και φέρνω τις ίδιες εικόνες στο μυαλό. Σώβρακα, τοίχους, ζευγάρια, τηλεοράσεις, κουζίνες, βεράντες, αποθήκες, το ζευγάρι απέναντι από τη Μαρία που όταν το κάνουν είσαι σε τέτοια απόσταση που μπορείς να δεις τι σκατά της κάνει πια αυτός ο Δημήτρης της κι έχει ξε-σηκώσει τη γειτονιά με τα βογγητά της. Άσε που οι πιο τολμηροί δίνουν από εύσημα μέχρι και σκηνοθετικές οδηγίες Έχει και τα καλά της εδώ που τα λέμε τούτη η κοντινή γειτνίαση.
Μα όταν η κοπέλα επιτέλους τελειώσει, όταν τα φώτα σβήσουν, όταν η πόλη ησυχάσει, τότε τι μένει; Τα σώβρακα του κυρ Γιάννη, τα κατεβασμένα παντζούρια, τα σβησμένα φώτα, και μια ηρεμία που σου τρυπάει τη ψυχή. Τώρα θα μου πεις «γιατί, τα σύννεφα μιλάνε;” Όχι, αλλά τουλάχιστον η παράσταση συνεχίζεται και μαζί κι η ζωή (μου), γιατί όταν βλέπω ντουβάρια πενθώ, δε ξέρω γιατί, βάζω μαύρα και φοβάμαι, μέχρι να περάσει το κακό, μέχρι να ξημερώσει.
Όταν όμως βρίσκομαι στο διαμερισματάκι μου παρακολουθώ το βωβό κινηματογράφο στον ουρανό και δεν πνίγομαι. Ξεφεύγω. Και αν βαρεθώ, κοιτάω κάτω και χαζεύω τη πινακίδα του Jumbo, το εκτυφλωτικό φως έξω απ’ το κατάστημα της Wind κι όλα τα σύμβολα του αδηφάγου καπιταλισμού και τα μνημεία της υπερκαταναλωτικής μανίας μας. Και κάπως προσγειώνομαι down to earth. Αλλά αν με πνίξει αυτός ο ρεαλισμός ψάχνω ξανά το σουρεαλισμό μου. Και τον βρίσκω, έτσι απλά!
Τώρα που είπα μνημεία σας έχω πει για τη θέα στην Ακρόπολη απ’ το μπαλκόνι μου;
Κατερίνα Κουτσούκου