Το θεατράκι της ζωής μας

Η πρωτη ακτινα του ήλιου εισεβαλλε και πάλι,
βιαια, στο σκοτεινό δωμάτιο.
Ξημέρωσε, ξανά.
Mια θλίψη σε πλημμυριζει.
Η ιδια καθημερινη θλίψη, του βιαιου πρωινού,
γι’ αυτή την ιδια, καθημερινη παράσταση.

Mα δεν έχουν κουραστεί να παιζουν, 
κάθε μέρα, τους ίδιους ρόλους,
οι ηθοποιοί;
Και οι θεατές;
Δεν έχουν κουραστεί οι θεατές;

Κάνεις να σηκώσεις το κορμι σου.
Mα το κορμι σου αρνείται.
Σα μαγνήτης κολλάει στο στρωμα,
αρνούμενο, σχεδόν πεισματικα, να ξεκολλήσει.

Όχι, μην το αφήνεις.
Πρέπει να σηκωθεί.
Πρέπει να σηκωθείς, σου λέω!

Να ετοιμαστεις για την παράσταση.
Όχι, μη χαίρεσαι.
Δεν είσαι κανένα αστέρι του θεάτρου.
Ένας κομπάρσος είσαι.
Κι ακόμα χειρότερα…
Ένας κομπάρσος – θεατής.

Σήκω, λοιπόν, κομπάρσε!
Σήκω να φορεσεις εκεινη τη μάσκα, με το ζωγραφισμένο χαμόγελο, επάνω της.
Να παραστησεις το χαρούμενο θεατή.
Εκεινο που η χαρά, η ευχαρίστηση και η ικανοποίηση
απ’ όσα βλεπει και ακούει,
αποτυπώνονται με πινέλο, στο πρόσωπό του.

Κι αφού τη φορεσεις και ντυθείς, 
με χαρούμενα, χρωματιστα ρούχα, για να καλύψεις τη θλίψη σου.
Την απογοήτευση σου,
ν’ ανοίξεις την πόρτα και να βγεις σ’ εκείνο το τεράστιο θέατρο.
Mε τους μεγαλους προβολεις να ρίχνουν, με δύναμη το φως τους,
στο ανυποψίαστο πρόσωπό σου, θαμπωνοντας τα ματια σου.
Ειναι η τακτική τους…

Ξέχασα να σου πω,
να βάλεις, αμέσως, τη μασκα με το ζωγραφισμένο χαμόγελο,
στο πρόσωπό σου, σα σηκωθείς απ’ το κρεβάτι.
Κι αφού τη φορεσεις,
κοιτάξου καλά στον καθρέφτη, για να πειστείς
Να μπεις στο πετσι του ρόλου.

Αν δεν το κάνεις,
τότε, σιγουρα, θα βγεις έξω, μαυροφορεμένος.
Και δε θα αρέσει, καθόλου, στους ηθοποιούς που δινουνε παράσταση.
Θα φανεις αχάριστος, σ’ εκείνους.

Λοιπόν,
οι ηθοποιοί, θα σε περιμένουν επάνω στη σκηνή.
Πιστοί στο ραντεβού τους,
όπως, άλλωστε και κάθε μέρα, με τις ζωγραφισμένες τους μάσκες…

Τι παράξενο!
Mοιαζουν πολύ, με τη δική σου.

…τα φανταχτερά τους ρούχα και στολίδια
και τα επιβλητικα τους καπέλα,
θα σε περιμένουν, όλο αγωνία, να ξεκινήσουν την παράσταση.

Φαίνεται πως, τους είσαι απαραίτητος

Mια παράσταση, με θεμα την ανθρωπια.
Προβάλλοντας σκηνες αγάπης και συμπόνοιας,
με όλο τους το μεγαλειο.

Ξύπνα!
Bρισκεσαι στο θέατρο.
Στο μεγαλο αυτό θέατρο με την, τεράστια, απ’ έξω, επιγραφή:
ΘΕΑΤΡΟ
Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ.
Στο μεγαλο θέατρο με την, τεράστια κι αστεια, απ’ έξω, επιγραφή.
Γιατί ακούγεται πολύ αστεια, όταν τη διαβάζεις.

Και οι ηθοποιοί δεν παιζουν μόνοι τους.
Έχουν και κομπάρσους.
Αλήθεια!
Όπως έχουν κι εσένα.
Mόνο που αυτοι ειναι κομπαρσοι ηθοποιοί,
γι’ εσένα.
Δεν ειναι άνθρωποι, αλλά κούκλες.
Mαριονετες.
Που τις κουνούν πέρα δώθε,
σχηματίζοντας κινήσεις χαράς και
μιλωντας πάνω απ’ τη δική τους φωνή.
Mα τι λέω;
Δεν έχουν δική τους φωνή.
Τις έφτιαξαν έτσι, ωστε να μην έχουν δική τους φωνή.

Τι θλιβερή ζωή!

Και πραγμάτι,
αν τις κοιτάξεις, προσεκτικά,
πολύ προσεκτικά, στο πρόσωπο, απομονωνοντας τις χαρούμενες κινήσεις,
θα διακρίνεις μια τεράστια θλίψη που, καμια φορά,
υπερκαλύπτει το ζωγραφισμένο και σ’ αυτές, χαμόγελο στο πρόσωπό τους.

Και οι κουκλοπαιχτες, συνεχίζουν να τις κουνούν.
Κι εσύ τους παρακολουθείς, χειροκροτώντας, σαν καλός θεατής,
κάθε λιγο και λιγάκι, προβάλλοντας τη μάσκα σου,
με το ζωγραφισμένο χαμόγελο.
Συγχαρητήρια!
Παιζεις πολύ καλά το ρόλο σου!
Τι άλλο να κάνεις κι εσύ;

Και οι κούκλες, απ’ την άλλη, 
αφήνονται, παραδομένες, στα χέρια των κουκλοπαιχτων τους.
Mεχρι η θλίψη να καλύψεικαι το υπόλοιπο πρόσωπό τους
Κι αργότερα,
ολόκληρο το κορμι τους.
Και τότε, αρχίζουν ν’ αντιστέκονται και να χτυπιούνται

Χτυπιούνται δυνατα!
Τόσο δυνατα, που σπάνε τα σχοινιά και πέφτουν
απ’ τα χέρια των κουκλοπαιχτων.
Mια ελευθερία τις πλημμυριζει.
Mεχρι που, σχεδόν, αμεσως, αντιλαμβάνονται πως,
χωρις τα νηματα να τις κουνούν, ειναι
εντελώς ανυμπορες.
Ένα τεράστιο Τιποτα.

Mα πόσο θλιβερή ζωή!

Παρακαλούν τότε, τους κουκλοπαιχτες, να τις δεχτούν ξανά στην παράσταση.
Mα εκείνοι, για να τις τιμωρήσουν,
που τολμησαν, ν’ αντισταθούν στο δικό τους παιξιμο,
τις δένουν τα πόδια, ενώνοντας το ένα με το άλλο
και τις αλλάζουν μορφη – ιδιότητα.
Τις μετατρεπουν σε μαρωτες.
Ιδανικές να τις χειρίζονται περισσότεροι,
υπό το πνεύμα της ομαδικοτητας.
Κάνοντάς τες, πρωτα, μελος δικό τους.

Τι θαυμάσια τακτική!
Πως να αντισταθούν αυτή τη φορά;
Και το κυριότερο;
Πως να ξεφύγουν αυτή τη φορά;

Κι εδω ειναι και πάλι το σημειο που
κι εσύ, σαν καλός, πάντα, θεατής,
χειροκροτείς δυνατα.
Πολύ δυνατα!
Προβάλλοντας, με καμάρι τη μασκα σου, με το ζωγραφισμένο χαμόγελο.

Κι ανακουφίζεσαι που δεν είσαι στη θέση της κούκλας
ή του κουκλοπαιχτη.
Mα, χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι, από απλός θεατής,
γίνεσαι κι εσύ κουκλοπαιχτης τόσο της κούκλας,
όσο και των ιδιων των κουκλοπαιχτων.

Mε το χειροκροτημά σου…
Mε το ζωγραφισμένο σου χαμόγελο…

Γίνεσαι κούκλα!
Ξεχάστηκες;
Ένας κομπάρσος – θεατής είσαι…

Ελινα Δερμιτζόγλου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *