Ναυάγιο

Δυο σπίρτα, πεταμένα,

σ’ ένα δάσος,

που ξεχάσανε να σβήσουν.

“Αύριο θα ‘ρθω”, μου είπες, σιωπηλά.

Μπερδεύτηκαν οι νύχτες.

 

Δυο τρένα, χαλασμένα,

αναμένουν επιβάτες στο σταθμό τους.

Σκίσε το εισιτήριό σου, σε παρακαλώ.

Μην ψάχνεις για προορισμό.

Με κούρασαν οι μεγάλες πολιτείες.

 

Μου είπες θα ξανάρθεις.

Μα είχε πια, νυχτώσει.

Κι εσύ μετρούσες

άσκοπα, τις ώρες,

στο μεγάλο ρολόι,

του αντίπαλου χρόνου,

προσπαθώντας να συμμαχήσεις

με τη μοναξιά.

 

Μου είπες θα ξανάρθεις.

Μα είχε πια νυχτώσει.

Και η νύχτα δεν τηρεί τις υποσχέσεις της,

γιατί έμαθε να ταξιδεύει,

με μόνο εισιτήριο,

κάποιο αστέρι,

που κατάφερε να τη φωτίσει.

 

Μου είπες θα ξανάρθεις.

Και η μέρα άρχισε να υποχωρεί.

Κι εσύ κοιτούσες ακόμα το ρολόι

που κρεμώταν,

στον απέναντι τοίχο,

αδιαφορώντας για το χρόνο

που κυλούσε,

αδιαφορώντας για τις σπίθες,

που δεν έσβηναν,

αδιαφορώντας,

για το σφύριγμα του τρένου.

 

Και το εισιτήριο;

Ένα παλιόχαρτο, τσαλακωμένο

που φοβάσαι να πετάξεις.

Μη χάσεις τον προορισμό.

Μα δε σου μίλησε κανείς για το ταξίδι;

 

Ο χρόνος;

Ένας πολύ καλός σύμμαχος

των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων,

που όμως,

δεν έμαθαν ποτέ,

να κάνουν εκπτώσεις στις λέξεις.

 

Δυο καπετάνιοι βούτηξαν

στα κρύα νερά του πελάγους.

Βούλιαξαν λένε τα καράβια τους.

Τι να το κάνουν το τιμόνι;

 

Και το ναυάγιο;

Ένα ταξίδι

με ανεκπλήρωτο προορισμό.

Μια αφορμή;

Κάποιο τυχαίο γεγονός, ίσως.

 

Κι ο χρόνος συνεχίζει να κυλά.

Κι εσύ κοιτάς το λεπτοδείκτη,

αδιαφορώντας πια για την πορεία του.

 

Μα η πορεία συνοδεύεται

από αλλόκοτες σκέψεις,

ξεχασμένα ταξίδια,

ναυαγισμένες ελπίδες.

 

Τα λόγια;

Μια μικρή σταγόνα

που γλιστρά,

στα βαθιά νερά, κάποιου απέραντου ωκεανού.

Ποιός καπετάνιος θα ακούσει

την ηχώ της;

 

Κι εσύ βυθίζεις το κορμί σου,

ψάχνοντας για ναυάγια

που έθαψε ο χρόνος.

Αναζητώντας ξανά,

τα ανεκπλήρωτα ταξίδια.

 

Δεν ακούς την ηχώ.

Δεν ακούς το ρολόι.

Δε βλέπεις το χρόνο

που περνάει μπροστά σου,

σαν ένας γέρικος ζητιάνος,

που όμως,

ποτέ του

δε συμμάχησε με τη μνήμη

ποτέ του

δε νανούρισε τα όνειρα

ποτέ του

δεν ξεπούλησε τις στιγμές.

 

Μου είπες θα ξανάρθεις.

Μα η ώρα πια ήταν περασμένη.

Κι ο ήχος από το τρίξιμο

της σιδερένιας καγκελόπορτας,

δεν έλεγε να ακουστεί.

 

Και το ναυάγιο;

Θα παραμείνει απλά, ένα ναυάγιο

που όμως κατέγραψε ο χρόνος.

Μα ποιός τολμά να ρισκάρει το ταξίδι του,

για κάποιο καράβι ναυαγισμένο

που ο καπετάνιος του εγκατέλειψε,

με τόση ευκολία;

Και το κυριότερο;

Ποιός τολμά, να αγνοήσει το ζητιάνο;

 

Κι ο λεπτοδείκτης συνεχίζει να κυλά.

Κι εσύ παρατηρείς την πορεία του,

αδιαφορώντας όμως, για το χρόνο.

Μα ο χρόνος έγινε εχθρός

Και η πορεία ένα ταξίδι, συναρπαστικό

που αρνείται να επιστρέψει στη βάση της.

 

Μου είχες πει πως θα ξαναρθεις.

Και οι λέξεις σου συμμάχησαν

με το χρόνο.

Ελίνα Δερμιτζόγλου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *