Αγέρωχη

Έχεις πέσει τόσο που πιο κάτω δεν έχει. Ένιωσες την απογοήτευση έχοντας εισπράξει πίκρα και βίωσες την κοροϊδία. Έχεις δει στο βλέμμα κάποιων τον χλευασμό και σε έκαναν να χαμηλώσεις τα μάτια θαρρείς και αυτοί ήταν οι σωστοί, οι αλάνθαστοι αυτοί που κινούνται με περίσσια αλαζονεία και περιφρόνηση για τον υπόλοιπο κόσμο. Ντράπηκες τόσο πολύ με τις ευθύνες που σου έριξαν και το βαρύ κατηγορώ, που αναπόφευκτα έπαψες να πιστεύεις σε εσένα, μια χαμένη αυτοπεποίθηση και μια ανύπαρκτη αυτοεκτίμηση.

Με μια περίεργη πειθώ σε έπεισαν πως το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης ήταν δικό σου, φόρτωσαν στην πλάτη σου λάθη και συμπεριφορές περίεργες ενώ κάποιοι αποποιήθηκαν τα πάντα. Βλέπεις θέλει θάρρος να πατήσεις το εγώ σου και να αναγνωρίσεις πρώτος εσύ τα δικά σου λάθη.
Ποιος το έχασε όμως για να το βρούν αυτοί οι θρασύδειλοι και ευθυνόφοβοι;Έχεις επιτρέψει σε υπάνθρωπο να σε σύρει σε δάση σκοτεινά, να σε τυλίξει η καταχνιά και να σε πνίξει η μυρωδιά του βάλτου.
Τρομαγμένη με μάτια παγωμένα έτρεξες να ψάξεις για κρυψώνα.
Κύρτωσε από φόβο και ντροπή το κορμί και κρύφτηκες στον μικρόκοσμό σου, μακριά από ήχους και χρώματα.
Εγκατέλειψες την μάχη δίνοντας χώρο στους δαίμονες να τρυπούν το κορμί σου χωρίς έλεος και να σολατσάρουν αλήτικα καταλαμβάνοντας την ψυχή σου.
Ξεψυχούσες κάθε μέρα όταν άλλοι γελούσαν με το επίτευγμα τους και χιλιοστό χιλιοστό σου ροκανίζανε τα τοιχώματα.

Η μάχη έφτανε στο τέλος έτσι απλά χωρίς αγώνα!
Καμία ελπίδα μα ούτε και επιθυμία άπιαστο όνειρο η ζωή για κάποιους, μέσα στον φόβο μένεις και σέρνεσαι. Ξημέρωσε όμως η μέρα και ο ήλιος έλαμψε, τόσο δυνατά που σε τύφλωσε και ήθελες δεν ήθελες ξύπνησες όσο και αν πεισματικά είχες γίνει ένα με την άρνηση.
Άνοιξες τα μάτια με δυσκολία, βγήκες από τον λήθαργο και με θαυμασμό σε είδες, εσένα τον εαυτός σου που τόσο άδικα είχες εγκαταλείψει και συνάμα τιμωρήσει.
Με ορθάνοιχτα τα μάτια πλέον στάθηκες στο ύψος σου αγέρωχη να αντικρίσεις την ομορφιά.
Κάθε κύτταρο άρχισε να ενεργοποιείται, να νοιώθει λαχτάρα για ζωή και να επιθυμεί και πάλι τις χαρές.
Πλημμύρες ευτυχίας και χαράς ένιωσε η ψυχή. Κύματα λαμπερά θαρρείς και ξεπρόβαλλαν πέρα από το δάσος, ναι εκεί ψηλά στην κορυφή και προς εσένα έτρεξαν να σε αγκαλιάσουν.
Τρυφερά σε τύλιξαν μέσα στην δήθεν αγριάδα τους, αγκαλιά σε πήρανε μακριά από βάλτους και με υποσχέσεις σε στόλισαν χαράς και γέλιου.

Στέλλα Α.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *