Όλη η υπόθεση ήτανε μια βόλτα, που λες..

 

Αφήνεις να περνάνε.. 
Οι ώρες, οι μέρες.. 
Αφήνεις να περνάνε έτσι.
Δίχως χρώμα, χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα.
 
Μα να ξέρεις.. 
Κάθε ώρα που περνά κρίνεται αδίστακτη συνένοχος της απουσίας σου.
 
Αφήνεις να περνάνε, μάτια μου.. 
Αφήνεις να περνάνε μαυροφορούσες οι στιγμές. 
Άδειες από σένα, άδειες από μένα, άδειες από σφυγμό.. Πενθούν που αδικοχαμένες θα χαρακτηριστούν.
Που αδικογεννημένες θα ‘χουνε υπάρξει.
 
Αφήνεις να περνάνε και να χάνονται.. 
Οι ζωές μας αγάπη μου.. 
Αφήνεις να περνάνε και να χάνονται στο πουθενά. 
“Θαρρείς θα ξαναζήσουμε;” μου ‘χες πει.
“Θαρρείς πως ζούμε;” έπρεπε να σου πω. 
Κι η τόση ανάγκη για ζωή, ούτε κατάλαβα και πώς, έγινε αυτοχειρία. 
 
Αφήνεις να περνά και να σιγοσβήνει.. 
Το όνειρο ψυχή μου.. 
Τ’ αφήνεις να αργοχάνεται στον ακαθόριστο ορίζοντα. 
Κι όλο γυρνά πικραμένο και μας κοιτά. 
Μήπως τη γνώμη σου κι αλλάξεις περιμένει. 
Μήπως το χέρι σου του απλώσεις την ύστατη στιγμή και τρέξει να χωθεί στην αγκαλιά σου ευτυχισμένο.
 
Όλη η υπόθεση ήτανε μια βόλτα καρδιά μου.. 
Η βόλτα που μου έταξες μα ποτέ δε με πήγες. 
Η βόλτα που σου φύλαγα, μα δε μου χάρισες μια στάλα χρόνο να σε σεργιανίσω. 
 
Κι ο φάρος μας περίμενε.. 
Αιώνες τώρα μας περίμενε ν’ ανάψουμε το φως του.
Να γίνει πάλι ο σωτήρας βασιλιάς των θαλασσών. 
Κι αντί γι αυτό, θρηνεί σκαριά κατεστραμμένα να τσακίζονται ξανά και ξανά στα βράχια του, εκεί στο ανελέητο υγρό σκοτάδι. 
 
Όλη η υπόθεση ήτανε μια βόλτα, που λες.. 
Μια βόλτα στο θάρρος. 
Μια βόλτα στην αλήθεια.
Μια βόλτα στην αγάπη. 
Μια βόλτα στην ευκαιρία που δε μας έδωσες! 
 
Όλη η υπόθεση ήτανε μια βόλτα, ανάσα μου.. 
Μια βόλτα που με λαχτάρα περισσή την ξεκινήσαμε. 
Όμως φοβήθηκες.. 
Κι αυτή τη βόλτα την αφήσαμε στη μέση, να αναθεματίζει τη λιποταξία σου..
 
Την απρόσμενη λιποταξία σου, ψυχή μου.. 
 
 
Κατερίνα Πανταλέων

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *