Εν αναμονή θαύματος
Έθεσα τη ζωή μου σε αναμονή.
Ανέβαλα τους στόχους μου.
Σχεδόν εγκατέλειψα τα όνειρα μου.
Περίμενα, μα ποιος να ξέρει τι;
Τι ήταν αυτό που με κρατούσε πίσω
και δεν με άφηνε να ζήσω;
Οι μέρες περνούσαν.
Τα ίδια πρόσωπα ξανά και ξανά,
σε μια φθηνή επανάληψη
ενός χιλιοπαιγμένου –γραφικού- σίριαλ.
Το χθες μου δεν διέφερε απ’ το σήμερα
και τ’ αύριο δεν είχε κάτι να μου προσφέρει.
Μ’ έπνιγε η ρουτίνα,
μα την αποδεχόμουν.
Άλλωστε τα όνειρα μου χάθηκαν,
αυτή ήταν η ζωή μου.
Όλα σωστά, τίποτα λάθος.
Πώς να σφάλλεις άραγε
όταν γνωρίζεις εκ των προτέρων
τα επακόλουθα;
Κανένα σφάλμα,
καμία συγκίνηση,
κανένα συναίσθημα,
μόνο ένας αργός,
επαναλαμβανόμενος,
μακρόσυρτος
αναστεναγμός.
Αποδέχθηκα μοιρολατρικά την τύχη μου.
Δεν προσπάθησα στιγμή να την αλλάξω,
άλλωστε τι εξουσία έχω εγώ στο πεπρωμένο;
Ήταν γραφτό μου να χάσω τον εαυτό μου,
αυτό πίστευα
και το αποδεχόμουν.
Γιατί;
Ίσως συμβιβάστηκα με τη ιδέα
ότι κάποιος άλλος όριζε τη μοίρα μου
και έτσι ξέχασα τη δύναμη μου.
Μάλλον την απαρνήθηκα.
Τι δύναμη να έχει ένα
μικρό μαύρο στρατιωτάκι,
όμοιο με όλα τα υπόλοιπα,
στην εμπροσθοφυλακή
της άδικης σκακιέρας της μοίρας;
Ένα πιόνι δε νιώθει πόνο,
ούτε απογοήτευση.
Δεν θυμώνει με την αδικία,
δεν ενδιαφέρεται αν χάσει ή αν κερδίσει.
Ακολουθεί στωικά τις οδηγίες του αφέντη του,
αδιαφορώντας για την έκβαση της μάχης της ζωής του.
Δεν ελπίζει, δεν αγαπά, δεν ονειρεύεται.
Ίσως δεν επιβιώνει.
Η μεμψιμοιρία είχε γίνει αδελφή μου
και το σκότος εραστής μου.
Αφού γεννηθήκαμε για να χαθούμε,
τι νόημα έχει να ζήσουμε;
Δεν ζούσα,
μπορεί να ανέπνεα,
μπορεί η καρδιά μου να χτυπούσε δυνατά στα στήθια μου,
μα μέσα μου ήμουν ήδη νεκρή.
Μια ολοζώντανη νεκρή.
Τι με συνέφερε;
Τι με ταρακούνησε
και μου βροντοφώναξε:
«ΞΥΠΝΑ!»,
ούτε η ίδια δεν ξέρω.
Ίσως δε το μάθω και ποτέ.
Μα μία μέρα άνοιξα τα μάτια μου και είδα.
Είδα πως οι επιλογές, που χρέωνα τόσο καιρό στους άλλους,
ήταν ολότελα δικές μου.
Εγώ έσκισα τα φτερά μου γκρεμίζοντας με,
ένα βροχερό πρωινό,
απ’ τα σύννεφα.
Εγώ έβαλα φωτιά στα όνειρα μου,
βαφτίζοντας τα άπιαστα
κι εμένα ανίκανη.
Εγώ και μόνο εγώ
αφέθηκα έρμαιο των συνθηκών
και άφησα το ρεύμα της αδιαφορίας
να με παρασύρει,
όπως παρασέρνεται ένα αδύναμο κλαράκι
από έναν ορμητικό χείμαρρο.
Εγώ φταίω,
δικά μου είναι τα λάθη.
Αυτή η συνειδητοποίηση
με σόκαρε.
Με παρέλυσε.
Για μια στιγμή
ξέχασα να αναπνέω.
Κοίταξα την αλήθεια γυμνή,
και το βάρος που έπεσε στους ώμους μου
φάνταζε ασήκωτο.
Μα πέρα από πνιγμένη
ένιωσα λεύτερη.
Πλέον ήξερα τι με κρατούσε πίσω.
Όλοι μου οι φόβοι,
οι λόγοι,
οι δικαιολογίες,
οι αιτίες
κι οι αφορμές
εξανεμίστηκαν.
Φύσηξε ένας άνεμος αλλαγής
και άφησα το απαλό του χάδι
να με παρασύρει,
να με γεμίσει
και να με αδειάσει απ’ τα προβλήματα μου.
Ήμουν ελεύθερη ξανά.
Ήμουν ελεύθερη να απεγκλωβιστώ
από τα δεσμά του παρελθόντος,
τις λάθος στροφές,
τα άδικα χτυπήματα
και επιτέλους να αγγίξω τα όνειρα μου.
Μακρύς και δύσβατος ο δρόμος που επέλεξα,
μα δε θα με περιμένει για πάντα.
Ήρθε η ώρα να ανοίξω τα ταλαιπωρημένα,
ρημαγμένα φτερά μου
-που με τόση μανία έσκιζα-
και να πετάξω προς το αστέρι μου
μ΄ όση μου απόμεινε δύναμη.
Θα τα καταφέρω,
αρκεί να το πιστέψω.
Το πιστεύω,
να που είμαι ήδη εκεί!
Φιλίνα Ιγνατιάδου