Τάσεις ή Στάσεις φυγής

«Τι έφταιξα η κακούργα και με τιμωρεί με αυτόν τον τρόπο ο Ύψιστος;», έλεγε και ξανάλεγε η Λίτσα στις πελάτισσες της, όταν τύχαινε να πέσει κουβέντα γύρω από  την κόρη της. «Ένα παιδί έκανα η δόλια και αυτό μου βγήκε κουζουλό», συνέχιζε, με παραπονεμένα χείλια.

«Μια χαρά είναι η Μέλπω σου  κυρία Λίτσα μου», της απαντούσε η κυρία Μάρθα, που επισκεπτότανε το κομμωτήριο δυο φορές της εβδομάδα ανελλιπώς. Είχε κοντό μαλλί ατίθασο και μόνη δεν μπορούσε μόνη της να το κουμαντάρει.

«H Μέλπω σου , τι πρόβλημα έχει το παιδί, Θεός φυλάξει, εμένα μια χαρά μου φαίνεται, έλεγε η κυρία Τασία», σύζυγος ιατρού, με τη βαφή στο κεφάλι. 

«Έχει κυρία Τασία μου, έχει πρόβλημα το κορίτσι μου και οφείλω να το δεχτώ και να το αποδεχτώ», απαντούσε η Λίτσα. «Έχει στάσεις φυγής!».  Έπαιρνε και το σοβαρό της η Λίτσα και κόρδωνε που μπορούσε τόσο άνετα να προσαρμόζει το λεξιλόγιό της αναλόγως της πελάτισσας που είχε μπροστά της. 

«Τι τάσεις φυγής, τη διόρθωνε η κυρία Τασία, προσπαθώντας να μην ξεφύγει το γέλιο μέσα από τα δόντια της. 

«Μα να την φωνάζω να μου δώσει ένα χέρι στο μαγαζί τα καλοκαίρια και αυτή να τραβάει να κλείνεται στην κάμαρά της με ένα βιβλίο στο χέρι;  Και την τέχνη μου εγώ που να την αφήσω δηλαδή; Μα τέτοια περιφρόνηση πια για την τέχνη;».

Από μωρό της το έταζε, πως σαν μεγάλωνε  θα γινότανε  πρώτης τάξεως κομμώτρια σαν και του λόγου της. Ποτέ δεν περίμενε να δει αν το παιδί συμφωνούσε ή είχε κάποια άποψη διαφορετική. Αν ονειρευότανε τέλος πάντων κάτι άλλο. Ο πατέρας, ένα άβουλο κορμί, ότι πει η Λίτσα. Και η Λίτσα έλεγε «μέχρι το Γυμνάσιο το πολύ». Μετά η Μέλπω θα δούλευε μαζί της στο κομμωτήριο.

Έτσι και έγινε. Είναι να μην το πει η Λίτσα άλλωστε. «Μέχρι το Γυμνάσιο! Μετά κομμωτήριο!». Κανείς δεν τόλμαγε να τα βάλει με τη Λίτσα! Άλλο αν ήθελε να φαίνεται τρωτή και ευάλωτη μπρος στις πελάτισσές της.  Και έγινε η Μέλπω κομμώτρια. Και βρήκε ηρεμία της Λίτσας η ψυχή. Και βρήκε η κομμωτική της τέχνη, χέρια νεανικά για να ακουμπήσει. 

Ποτέ δεν σταμάτησε η Μέλπω όμως να έχει «στάσεις ή τάσεις φυγής», σύμφωνα με τη μάνα της. Εξακολουθούσε να χάνεται με ένα βιβλίο στο χέρι. 

Ποτέ δεν θα καταλάβαινε η Λίτσα πως, μπορεί να κράτησε το κορίτσι με το έτσι θέλω στο κομμωτήριο, μα την ψυχή της δεν μπορούσε με τίποτα να τη συγκρατήσει. Αυτή είχε από καιρό βρει βλέπεις τον τρόπο της να δραπετεύει, να ονειρεύεται και να ελπίζει.  Με ένα βιβλίο στο χέρι, η Μέλπω  γύριζε τον κόσμο χρόνια ολόκληρα. 

Και μια μέρα μαγική ,κάπου κοντά στα πενήντα της, ξεκίνησε η Μέλπω να γράφει το πρώτο της βιβλίο. 

Ιωάννα Πιτσιλλή

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *