Το κορίτσι και η θάλασσά της!

Σκέφτηκε όλες τις φορές εκείνες που έκανε ένα λάθος και έπεσαν όλοι να την φάνε σαν όρνια. Δε ζήτησε ποτέ βοήθεια από κανέναν, μα ήλπιζε πως κάποιος θα αναγνώριζε την τεράστια έκκληση για βοήθεια που υπήρχε πίσω από εκείνο το χαμόγελο.  Εκείνο το χαμόγελο που βάλσαμο της έλεγαν πως ήταν στις δύσκολες ώρες τους.
 
Έψαχνε μάταια, μα εκείνη δεν έβρισκε ένα παρόμοιο. Έναν άνθρωπο ζητούσε. Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Απλά έναν άνθρωπο. Όχι για βοήθεια. Ούτε να της λύσει τα προβλήματα. Έναν ακροατή και μια αγκαλιά. Θα έπαιρνε δύναμη από κάτι που όλοι έχουν κάθε μέρα, εκτός από εκείνη.
 
Καιρό τώρα σηκωνόταν μετά βίας από το κρεββάτι. Ήξερε πως θα είναι η υπόλοιπη μέρα της και απλά δεν μπορούσε άλλο. Μα έπρεπε. Είχε από καιρό σταματήσει να δουλεύει, έπρεπε βλέπεις να προσέχει την άρρωστη μητέρα της. Ντρεπόταν τόσο για την κατάντια των ανθρώπων. Για το ίδιο το αίμα της που κατάντησαν ξένοι. Σεβάστηκε και της φέρθηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Έδειχνε σκληρή, όμως δεν ήταν.
 
Παιδί ακόμα, πίστευε στο καλό, τρομάρα της! Πάλευε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Κάποτε είπε πως όταν ξεστομίσει το “δεν πάει άλλο”, και τότε θα ήξερε τι πρέπει να γίνει. Μην την κατηγορήσεις όταν μάθεις. Η μεγαλύτερη δύναμη είναι να παρεδεχτείς πως δεν έχει παρακάτω. Πόσοι εξυπνάκηδες θα βρεθούν αμέσως να την πουν δειλή. Αν ήξεραν. Μόνο να ήξεραν πόσο πολέμησε στη ζωή της. Αυτή τη σύντομη,τη μικρή.
 
Κάθε μέρα δίνει ένα ραντεβού. Άτυπο. Μια συμφωνία. Κάθε μέρα όμως την αθετεί. Βλέπεις, ελπίζει πως σήμερα θα είναι μια άλλη μέρα. Ελπίζει ακόμα η κουτή. Μα η κάθε μέρα γίνεται άλλη μια φτυαριά με χώμα στο λάκκο της.   
 
Κάθησε στο πάτωμα. Την πλησίασε το κορίτσι της, το παιδί της. Έτσι την λέει από τότε που την φέρανε στο σπίτι. Το μπισκοτάκι της. Της χάιδεψε τα μεγάλα αυτάκια της και της ψιθύρισε πως αύριο θα πάνε θάλασσα μαζί. Εξάλλου κάθε μέρα μαζί δεν είναι; Πότε την άφησε μόνη; Ήξερε πως είναι η μοναξιά, και στο κορίτσι της δεν θα το έκανε ποτέ αυτό. Ποτέ!
 
Μαζί και οι δύο. Άλλωστε, το είχε τάξει στον εαυτό της πως μια μέρα θα της συστήσει εκείνο το μέρος που έβρισκε γαλήνη. Που κάθε μέρα, χειμώνα – καλοκαίρι, ήταν εκεί. Είχε δύο υπάρχοντα δικά της όλα κι’ όλα. Το κορίτσι της και τη θάλασσα της. Η μία την αγαπούσε και δεν είχε μιλιά να της το πει και η άλλη την περίμενε καιρό τώρα.
 
“Αξημέρωτα θα ξεκινήσουμε κορίτσι μου” ψιθύρισε. “Δεν θα φοβηθείς. Εγώ δεν ήμουν πάντα εδώ για σένα;” Μια φράση που ποτέ δεν άκουσε από κανέναν. Μόνο η θάλασσα της της το έγνεψε μια μέρα με το κύμα της.
 
Ιωάννα Νικολαντωνάκη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *