Κι αν η ζωή σε δικαιολογήσει μια φορά γιατί τυφλά εμπιστεύτηκες, δεύτερη δε θα στο συγχωρέσει
Post Views: 4
Πόσο απίθανα σενάρια σου έμοιαζαν τότε, όλα εκείνα που έζησες, για θυμήσου. Πόσο πολύ αντιδρούσαν όλα μέσα σου, από άμυνα και άρνηση, στο ενδεχόμενο και μόνο να βγουν αληθινά και τετελεσμένα έστω και στον ελάχιστο βαθμό. Πόσο σε τρόμαζε αλήθεια, η σκέψη και μόνο, πως όλο εκείνο το ταξίδι που είχε ξεκινήσει θα ήταν χωρίς επιστροφή. Μια επιστροφή στη μοναδική βάση που πρόλαβες να γνωρίσεις στη μέχρι τότε ζωή σου και που εμπιστεύτηκες τυφλά, μέχρι που κάποιος αποφάσισε και για σένα, χωρίς εσένα όμως, πως τελείωσε ο κοινός σας χρόνος και πως ήταν η ώρα να γυρίσει την κλεψύδρα της δικής του ζωής μόνο, απ’την αρχή ξανά.
Και η δική σου η ζωή; Τι θα γινόταν με εκείνη; Δεν έμαθες ποτέ σου βλέπεις να διαχωρίζεις την ύπαρξή σου από εκείνον. Δεν λειτούργησες ποτέ σου αυτόνομα κι ανεξάρτητα. Αντίθετα, είχες μάθει από πολύ νωρίς να έχεις το “εμείς” πάντα για οδηγό, μέχρι που ξέχασες τελείως το “εγώ” σου. Ανύπαρκτο στην κοινή σας πορεία και δεν ήταν μικρή. Πώς λοιπόν ξαφνικά θα έβρισκες ξανά τον εαυτό σου, όταν δεν είχες προλάβει καλά καλά να τον γνωρίσεις πριν να τον απαρνηθείς; Όλα σου έμοιαζαν ακατόρθωτα και μπορώ ακόμα να σε δικαιολογήσω.
Βουτιά στα βαθιά λοιπόν. Σε πέταξαν σε μια θάλασσα ανταριασμένη και σου είπαν απλά “κολυμπά τωρα”. Χωρίς σωσίβιο, δίχως σανίδα σωτηρίας. Εσύ μόνο και ο άγνωστος εαυτός σου. Και κολύμπησες, μόνο που στην αρχή δεν το έκανες για εσένα. Χτυπιόσουν μέσα στον πανικό, για να μην χάσεις εκείνο το πλοίο που έβλεπες να ξεμακραίνει σιγά-σιγά. Πάλευες να φτάσεις κοντά του, να φωνάξεις κάποιον να σε τραβήξει εκεί, μαζί του στο ταξίδι. Μάταια. Συνέχισες να το βλέπεις να χάνεται αργά στον ορίζοντα κι άρχισες να εγκαταλείπεις την προσπάθεια. Κι όμως, είχες ήδη διανύσει τόση απόσταση μόνη στη μέση του πουθενά κυνηγώντας το, γιατί δεν μπορούσες να το συνειδητοποιήσεις;
Τις στιγμές εκείνες που άρχισες να εγκαταλείπεις και να βυθίζεσαι, που έπαψες να ελπίζεις σε ο,τιδήποτε θα μπορούσε να σε κρατήσει τουλάχιστον στην επιφάνεια κι έπειτα να σε ξεβράσει σε κάποια ακτή, μόνο για ένα λόγο συνέχιζες να παλεύεις πια κι αυτός δεν ήταν ούτε το πλοίο που είχες χάσει μα ούτε κι εσύ η ίδια, γιατί δεν είχες ακόμα συναίσθηση των αντοχών σου. Ήταν η ευθύνη που ένιωθες για τα μοναδικά κομμάτια σου, εκείνα που είχαν μείνει πίσω να σε περιμένουν πάντα. Για εκείνα και μόνο, δεν είχες το δικαίωμα λοιπόν να εγκαταλείψεις. Ήταν η μόνη σου επιλογή να συνεχίζεις να παλεύεις με όλες σου τις δυνάμεις και τα ψυχικά αποθέματα μέχρι που να τα καταφέρεις. Ήταν εκείνα που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη κι από εσένα να σε δουν δυνατή.
Οι δυνάμεις σου, αυτές που ούτε κι εσύ πίστευες πως διαθέτεις, δεν σε πρόδωσαν. Ποιος να το πίστευε; Σίγουρα όχι εσύ η ίδια. Κοίταξε τώρα, πλησιάζεις στη στεριά. Κι όσο η απόσταση μικραίνει, τόσο περισσότερο μεγαλώνουν οι αντοχές σου. Δεν σου ήταν εύκολο, όχι. Κάθε άλλο. Σκέψου όμως κάτι και βάλτο καλά μέσα σου. Κερδισμένη είσαι τώρα πια. Έμαθες να παλεύεις. Μόνη και για εσένα πρώτα. Όχι με πλάτες δανεικές. Όχι με ξένα χέρια. Ανακάλυψες τις δυνάμεις σου, είδες τις αντοχές σου και δεν το πίστευες και έβαλες στην υψηλότερη θέση τα μοναδικά κομμάτια της ζωής σου για τα οποία αξίζει να παλεύεις πάντα και να μην εγκαταλείπεις ποτέ.
Βγαίνεις στη στεριά. Εξουθενωμένη μα συνάμα πολύ πιο δυνατή. Οφείλεις ένα μεγάλο ευχαριστώ τώρα, σε εκείνους που σε πέταξαν στη θάλασσα αβοήθητη, γιατί άθελά τους σε έσπρωξαν να γνωρίσεις εσένα την ίδια, που κάποτε απαρνήθηκες για χάρη τους και που δίπλα τους δεν θα είχες ποτέ την ευκαιρία να το κάνεις. Κι αν η ζωή σε δικαιολογήσει μια φορά γιατί τυφλά εμπιστεύτηκες, δεύτερη δεν θα στο συγχωρέσει.
Μαρία Μαραγκού
Post Views: 4