Το πέρασμα ενός μοναχικού ονειροπόλου από τις συμπληγάδες των καιρών

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία

 

Όταν μου είπαν ότι θα έρθει νέος συνάδελφος στο γραφείο δεν ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα. Πράγματι οι χειρότεροι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Ένας κοντός, καχεκτικός νέος με χέρια λευκά σαν κρίνα, πρόσωπο χλωμό και μια τυπική σοβαρότητα που περόνιαζε την όποια ζεστή διάθεση που είχα να του πιάσω κουβέντα. Καλημέρα, καλή ξεκούραση, λεπτομέρεια στη σύνταξη των εγγράφων και ένα κεφάλι χωμένο σε έγγραφα.
Τον έβλεπα όμως. Σαν σαράκι τον έτρωγε αυτή η δουλειά. Υπήρχαν μέρες που στην απόλυτη ησυχία άκουγες ένα βαθύ αναστεναγμό να βγαίνει από το γραφείο. «Γαμημένη γραφειοκρατία, γαμημένη υποκρισία. Χαρτιά, υπογραφές, αναφορές και όλα αυτά γιατί; Για ποιον; Βοηθάμε τον κόσμο ή απλά δικαιολογούμε τον μισθό; Με τιμή και εκτίμηση και τρίχες κατσαρές. Πνίγομαι σε έναν ωκεανό απέραντης υποκρισίας» μου φαίνεται ότι τον άκουσα να μουρμουράει βάζοντας τη σφραγίδα. Μπορεί όμως να ήμουν εγώ που έβαλα τη σφραγίδα και να μουρμούραγα. Ο χωροχρόνος έπαιρνε άλλες διαστάσεις με αυτόν τον περίεργο συνάδελφο.

 

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

 

Τυχαία ανακάλυψα ότι ήταν ποιητής. Δεν θα μου πέρναγε από το μυαλό. Είναι από τους ανθρώπους που νομίζεις ότι η ζωή τους προσπέρασε χωρίς να αφήσει κανένα σημάδι πάνω τους. Πόσο λάθος έκανα. Έφτασε στο τέρμα της ανθρώπινης ψυχής. Άκουσε στα βράχια της ύπαρξής μας το μαύρο κύμα της ματαιότητας να σπάει πάνω τους αλλά έβλεπε στον ορίζοντα το άπειρο. Αυτό τον αέναο κύκλο ζωής-θανάτου που μέσα του κλείνονται όνειρα, πόθοι, απωθημένα, έργα, σκέψεις και όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες. Ένας κύκλος που σπάει από ανθρώπους που τσακίζονται σαν αντένες από το βάρος των μηνυμάτων που αφήνουν στις επόμενες γενιές. Αλλά διάολε, πόσα είδαν και άκουσαν, σε ποια βάθη ταξίδεψαν και πόση ασχήμια και ομορφιά αντίκρισαν.

 

Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.
Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνώτα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ’ απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις

 

Μια φορά βγήκαμε για ένα κρασάκι. Εκεί ο συρρικνωμένος ανθρωπάκος άλλαξε. Μια γενναία ψυχή ξέσκισε τα ρούχα της καθημερινότητας και εμφανίστηκε γυμνή στη νυχτιά. Δεν κοίμιζε τους δαίμονές του, δεν καλόπιανε τους εφιάλτες του, δεν απέστρεψε το βλέμμα από το φοβερό σκότος. Ήταν γεμάτος πληγές που αιμορραγούσαν και όμως ολόρθος την αποζητούσε τη νύχτα. Για μια ακόμη μάχη, μια ακόμη πληγή, μια νίκη και ήττα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Το αίμα που έρρεε ήταν γεμάτο λέξεις, στίχους, συναισθήματα, ιδέες, ζωή. Δε γεννιέται τέχνη με καλοπιάσματα και χαϊδέματα. Πρέπει να ρημάξεις το είναι σου για να φτιάξεις κόσμους. Να πέσεις στο ηφαίστειο της ζωής και να γίνεις λάβα ο ίδιος, ένα με τη θερμότητα και τον αφανισμό που η ζωή κουβαλά.

 

Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

 

Ο καιρός πέρασε. Πήρε απόσπαση. Μου το ανακοίνωσε μια μέρα αδιάφορα, σα να μου έλεγε ότι ο καιρός είναι συννεφιασμένος ή ότι η σφραγίδα θέλει αλλαγή. Πρέβεζα ήταν το επόμενο μέρος. Εις το επανιδείν του είπα χαμογελαστός. Δεν είμαι καλός στο να επιστρέφω μου είπε. Αντίο λοιπόν. Λίγο καιρό μετά αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, μόλις τριάντα δυο χρονών. Άφησε πίσω μια ποιήτρια που τον αγάπησε ολοκληρωτικά και πέθανε λίγο αργότερα από τον καημό της και στίχους. Όμορφους στίχους θα έλεγες, όχι γιατί εξύμνησε την ομορφιά της ζωής και των ανθρώπων αλλά γιατί τόλμησε να αντικρίσει την ασχήμια και να την μετατρέψει σε τέχνη οδυνηρή, λυτρωτική και σπάνια. Σε ένα έκανε λάθος. Η υστεροφημία του ήταν παραπάνω από δέκα στίχους. Τον έλεγαν Κώστα Καρυωτάκη.

Τα σέβη μου.

Λουκάς Αναγνωστόπουλος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *