Ποτέ δεν είσαι μόνος σου!
Άλλο ένα πρωινό, ο ήλιος σκαρφάλωσε στην κορυφή του ουρανού και πήρε τη θέση του. Θα κάνει πάλι απόψε τη δουλειά του. Θα δώσει χρώμα στον κόσμο γύρω μας και θα αναγκάσει το σκοτάδι να κρυφτεί στα παγωμένα – μοναχικά στενά της πόλης.
Άλλο ένα πρωινό ανοίγω τα μάτια μου. Το φως του ήλιου τρυπώνει από τις γρίλιες και φωτίζει το δωμάτιο. Θα έπρεπε να είμαι χαρούμενος, όμως ένα δάκρυ δραπετεύει από τα μάτια μου και κυλάει στα μάγουλα μου. Θυμάμαι το δωμάτιο να έχει πανδαισία χρωμάτων, όμως τώρα είναι όλα αποχρώσεις του γκρι. «Βοήθεια, με ακούει κανείς;» φωνάζω μα η φωνή δε βγαίνει από το στόμα μου. «Είμαι μόνος!» Σκέφτομαι και τα δάκρυα μου τρέχουν σαν ποτάμια στα μαγουλά μου και από εκεί κάνουν ένα μεγάλο άλμα και προσγειώνονται στο μαξιλάρι μου.
«Τι εννοείς μόνος;» Ακούω μια φωνή. Κοιτάω και βλέπω εμένα, μα δεν είναι αντανάκλαση μου σε κάποιον καθρέπτη. Είμαι εγώ, λίγο πιο σοφιστικέ, με πουκάμισο, γυαλιά μυωπίας και χτενισμένο μαλλί.
«Πάντα ήμουν και θα είμαι εδώ μαζί σου.» Συνεχίζει η φωνή. Καταλαβαίνω ότι μιλάει, τον ακούω μα δεν κουνιούνται τα χείλη του.
«Ποιος είσαι εσύ;» Ρωτάω τρομαγμένος.
Μου χαμογελάει και γεμάτος καλοσύνη μου απαντάει: «Δεν με θυμάσαι;» Τρίβει για μια στιγμή την γενειάδα του. «Μπορείς να με αποκαλείς, μυαλό, συνείδηση ή και λογική, δική σου η επιλογή.» συνεχίζει.
«Στο είπα πως θα σε ξεχάσει, εγώ είμαι ο κολλητός του πλέον.» Πετάγεται μια δεύτερη φωνή. Μια ακόμη εκδοχή του εαυτού μου, ντυμένη στα μαύρα, χωρίς παπούτσια και κάλτσες και με ταλαιπωρημένο πρόσωπο.
«Εσύ είσαι η καρδιά σε θυμάμαι!» Φωνάζω, χωρίς να μιλήσω.
«Δες τι έκανες εδώ! Άρχισες να ακούς μόνο εμένα και έδιωξες το χρώμα.» Παραπονέθηκε η καρδιά.
«Μα σε είδα να πονάς και πόνεσα μαζί σου.» Απάντησα. Το γκρι δωμάτιο είχε γεμίσει φωνές που συζητούσαν μα κανείς μας δε μιλούσε. Τα στόματα μας ερμητικά κλειστά.
«Πότε θα εμπιστευτείς κάποιον πέρα από εμάς;» Ρώτησε η καρδιά;
«Πρέπει να προσκαλέσεις καινούργιους ανθρώπους, να τους δείξεις πως αισθάνεσαι και να σε βοηθήσουν να ξαναβάψεις αυτόν τον κόσμο. Πρέπει να φέρεις το χρώμα πίσω.» Συμπλήρωσε το μυαλό.
«Μα τελευταία φορά που εμπιστεύτηκα δες τι έγινε. Κοίτα γύρω σου.» Φώναξα και παρ’ όλο που δε μίλησα, ένιωσα τον λαιμό μου να πονάει από την δυνατή κραυγή.
Όσο έχανα την ελπίδα και σιγουρευόμουν πως δε θα με βοηθούσε κανείς, οι τοίχοι άρχισαν να κλείνουν, το μυαλό και η καρδιά έτρεξαν να γλυτώσουν και βρισκόμουν πλέον ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους που πάλευαν να με καταπιούν. Σκουντούσα με όλη μου τη δύναμη, μα μπορούσα μόνο να τους συγκρατήσω, τίποτα παραπάνω.
«Είμαι μόνος! Παραιτούμαι!» ήθελα να πω, μα αυτήν την φορά το σκοτάδι κατάπιε τον ήχο.
Καθώς έκλεισα τα μάτια και αποδέχτηκα τη μοίρα μου, ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από το ταβάνι. Πέσανε σοβάδες στο μικρό χώρο που μου είχε απομείνει και μια φιγούρα προσγειώθηκε δίπλα μου.
Δεν είχε πρόσωπο, η μάλλον δεν μπορούσα να το δω μέσα στο σκοτάδι, προσπάθησε να μου μιλήσει μα δεν την άκουγα, η εκκωφαντική σιωπή του σκοταδιού κάλυπτε όλους τους άλλους ήχους. Τότε ένιωσα τους τοίχους να απομακρύνονται. Η φιγούρα αυτή σκουντούσε μανιωδώς, μάλιστα αυτό είχε προσπαθήσει να πει, μου φώναζε «Μη σταματάς εγώ είμαι εδώ, δε θα σε αφήσω να πάθεις κακό.» και παρ’ όλο που δεν την άκουγα ένιωθα τα λόγια της.
Μετά από λίγη ώρα οι τοίχοι είχαν γυρίσει στην αρχική τους θέση και η φιγούρα ρωτούσε τι είχε συμβεί. Στην αρχή αρνήθηκα να απαντήσω, απλά έγνεψα σαν να λέω ευχαριστώ και γύρισα από την άλλη. Μέσα στον παγωμένο μου κόσμο ένιωσα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ζεστασιά. Κοίταξα και είδα τα σκοτεινά χέρια της φιγούρας τυλιγμένα γύρω μου.
Δάκρυσα, έκλαψα και γονάτισα. Όμως ήταν δάκρυα χαράς γιατί ένιωσα ζεστασιά και ασφάλεια.
«Πόνεσα!» αποκρίθηκα στη φιγούρα και αμέσως η σκοτεινή της μορφή πήρε χρώμα και μορφή, ήταν ο αδερφός μου.
«Εμπιστεύτηκα και με πρόδωσαν!» Συνέχισα και ο ένας τοίχος πήρε χρώμα.
Τότε βιαστικά άνοιξα το κουτί που κρύβω ό,τι με πονάει και ό,τι με φοβίζει, έβγαλα ένα-ένα τα συναισθήματα που έκρυβα μέσα του και του τα διάβασα. Κάθε συναίσθημα που μοιραζόμουν έδινε και λίγο παραπάνω χρώμα στον κόσμο μου.
Άλλο ένα πρωινό ανοίγω τα μάτια μου, το φως του ήλιου τρυπώνει από τις γρίλιες και φωτίζει το δωμάτιο. Είμαι χαρούμενος, ο κόσμος μου είναι πλέον φωτεινός και γεμάτος ανθρώπους. Δεν είμαι μόνος τελικά, είχα κρυφτεί στον κόσμο μου για να νιώσω ασφαλής και τους κλείδωσα όλους έξω. Όλους! Ακόμα και την ελπίδα.
Όλοι έχουμε τουλάχιστον έναν άνθρωπο που θα πολεμήσει για εμάς, είτε το ζητήσουμε είτε όχι. Για εμένα έχει την μορφή του αδερφού μου! Εσένα ποιος είναι ο δικός σου;
Γιώργος Χατζηκυριάκου