Ένα ακόμα βαλς

Ετοιμάζεται το γεύμα, Κυριακή το μεσημέρι. Μοσχοβολάει το σπίτι από το ψητό, τα γέλια, τις αγκαλιές και τη διάσπαρτη αγάπη στο χώρο. Από το ράδιο ακούγονται μελωδίες. «Βάλτε ένα βαλς», λέει η γιαγιά. «Μην τρέχετε μέσα στο σπίτι», μαλώνει τρυφερά η μάνα και τα παιδιά πάνε και γαντζώνονται και κρέμονται από την ποδιά της. Ο πατέρας τα κυνηγάει και αυτά τρέχουν πιο πολύ και γεμίζουν το σπίτι φωνούλες παιδικές.
 
Στο απέναντι διαμέρισμα, η ύπαρξη ενός μοναχικού ανθρώπου αγνοείται. Το σπίτι του μυρίζει κλεισούρα, είναι γύρω στα εβδομήντα και μόλις έκατσε στο μικρό τραπέζι της κουζίνας να φάει τα δύο αυγά που τηγάνισε. Ο μοναδικός ήχος που ακούει είναι αυτός που κάνει το στόμα του πριν καταπιεί. Ο «μόνος» δεν ακούει πια μουσική. Χόρευε τότε εκείνο το βαλς και ήταν σαν να περπατούσε στον αέρα από τη χαρά του μαζί με τη ντάμα του. Με τα χρόνια όμως δεν έβρισκε νόημα στους στίχους, μήτε στις μουσικές. Οι μελωδίες σαν να ορφάνεψαν και τα τραγούδια σαν να έχασαν τη φωνή τους. 
 
Πίνει τώρα τον καφέ του μπροστά στο παράθυρο. Παρατηρεί τα διαμερίσματα της απέναντι πολυκατοικίας. Στο ένα, ένα ζευγάρι αγκαλιάζεται στο ημίφως. Στο άλλο ένας νεαρός βλέπει τηλεόραση, στο τρίτο μια γυναίκα φτιάχνει τα μαλλιά της και στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου ένα παιδί του κάνει νοήματα και του στέλνει φιλιά! Είναι ανοιχτό το παράθυρο και μπορεί να το βλέπει καθαρά. Είναι μια μικρούλα γύρω στα έξι και τραβάει μία κυρία μεγάλης ηλικίας από το χέρι. Τη φωνάζει «γιαγιά» και της δείχνει το «μόνο». Οι ματιές διασταυρώνονται. Από το διαμέρισμα που μένει η μικρούλα ακούγεται ένα βαλς.
Ο «μόνος» δεν είναι πια μόνος. 
 
Εύα Κοτσίκου
 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *