Μια βόλτα με τον Άγιο

Είχα βγει για ένα ποτό εκείνο το βράδυ με τον Αποστόλη. Αυτός επέμενε δηλαδή και εγώ είπα μέρες που είναι να του κάνω το χατίρι.

Η ατμόσφαιρα γιορτινή. Φωτεινές γιρλάντες στολισμένες σε δρόμους και πλατείες. Το κρύο τσουχτερό, οι δρόμοι βρεγμένοι ακόμα από την μπόρα που πέρασε και άφησε να νοηθεί πως θα ξανάρθει. Ο κόσμος φορούσε ζεστά πουλόβερ, παλτά, μπότες και σκουφιά, ενώ είχε τα χέρια του χωμένα βαθιά στις τσέπες. Από τα μαγαζιά της κεντρικής πλατείας της πόλης ακούγονταν χαρούμενες μουσικές. Ο αέρας μύριζε καμένο ξύλο, ζεστά κάστανα και αγάπη.

Μπήκαμε σε μια μπυραρία και βρήκαμε δύο θέσεις μπροστά από τη μπάρα. Παραγγείλαμε τα ποτά μας και περιμένανε να ετοιμαστούν χαζεύοντας τους ανθρώπους γύρω γύρω.

Το μάτι μου έπιασε ένα ξερακιανό τύπο που καθόταν μόνος του στη γωνιά του μπαρ. Φορούσε μια  κόκκινη στολή Αγίου Βασίλη. Ήταν τρομερά αδύνατος και η στολή του έπεφτε υπερβολικά μεγάλη. Η ζώνη στη μέση δε μπορούσε και πολύ να σώσει την κατάσταση. Είχε λευκά γένια και μουστάκι ενώ κάτω από τον σκούφο του δεν έβλεπα να προεξέχει καθόλου μαλλί. Μπροστά του είχε άδεια μπουκάλια από μπύρες. Φαινόταν να τα είχε κοπανίσει κανονικά.

Κάτι τύποι που  πέρασαν από δίπλα του και φαίνεται πως τον κορόιδεψαν. Δεν ήθελε και πολύ να γίνει το κακό. Άρχισαν τα μπουνίδια και σε κλάσματα δευτερολέπτου το μαγαζί έγινε καλοκαιρινό. Δεν ξέρω πως και γιατί αλλά βρέθηκα μπροστά από τον Άγιο να προσπαθώ να τον προστατεύσω. Είχα κάνει το σώμα μου ασπίδα και είχα αρπάξει όλα τα χτυπήματα που προορίζονταν για την αφεντιά του. Ο Αποστόλης, έκανε μια δυο φορές να με τραβήξει πίσω μα είχα πεισμώσει. Μετά, φαίνεται να έγινε κάτι μέσα στο κεφάλι του, και άρχισε και αυτός να βαράει όσους προσπαθούσαν να χτυπήσουν τον Άγιο. Μας πέταξαν τελικά κακήν κακώς όλους έξω από το μαγαζί. Ο καβγάς είχε σταματήσει και μετρούσαμε τις απώλειες και από τις δύο μεριές. Εκδορές, καρούμπαλα και κάτι κοψίματα. Ο Άγιος έμοιαζε σα χαμένος. Προσπάθησε να κάνει μερικά βήματα τρεκλίζοντας. Με ένα νεύμα συνεννοηθήκαμε με τον Αποστόλη και τον πιάσαμε και οι δυο από τα μπράτσα. Πήγαμε στο σπίτι μου. Έφτιαξα καφεδάκια και μας περιποιήθηκα. Ο Αποστόλης έφυγε γύρω στις τρεις τα ξημερώματα. Ο Άγιος κοιμήθηκε στον καναπέ μου. Τον σκέπασα με μια καρό κουβέρτα. Το πρωί, θα είχαμε χρόνο να τα πούμε, σκέφτηκα. Δεν ήταν εφικτό όμως. Δε μιλούσε λέξη ελληνικά. Ήπιαμε τον καφέ μας σιωπηλοί. Είδα τα μάτια του που ήταν δακρυσμένα. Τον άγγιξα στον ώμο και του είπα πως όλα θα πάνε καλά. Ίσως δεν κατάλαβε λέξη, μα στο πρόσωπο του ξεπρόβαλε δειλά δειλά ένα χαμόγελο. Τον έβαλα στο αμάξι, άνοιξα το κάμπριο και έβαλα στο cd Χριστουγεννιάτικα. Έπιασε αμέσως το νόημα. Πήρε τα πάνω του και καθώς περνούσαμε μέσα από τους δρόμους και τις πλατείες άρχισε να χαιρετάει εγκάρδια μικρούς και μεγάλους. Γίναμε η ατραξιόν της πόλης, ένα πρωί Κυριακής, μια ανάσα πριν τα Χριστούγεννα.

Και όμως εκείνη η χρονιά ήταν η καλύτερή μου. Θες γιατί βοήθησα έναν άγνωστο, θες γιατί δεν άντεχε η καρδιά μου να βλέπει έναν Άγιο Βασίλη έστω και ψεύτικο να κλαίει.

Ιωάννα Πιτσιλλή

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *