Δεν κουβαλούν καθαρό νερό όλες οι μπόρες

Δεν την ένοιαζε η συννεφιά της ημέρας. Της άρεσε να βλέπει τον ήλιο να κυνηγιέται με τα σύννεφα. Ούτε τα κύματα την ένοιαζαν. Αγαπούσε το βράχο της. Την αγκάλιαζε πάντα με στοργή. Μικρός τόπος, λίγοι άνθρωποι, μεγάλα ταξίδια. Κάθονταν στην ίδια πάντα θέση, την ίδια ώρα πάντα και ονειρευόταν.

Φανταζόταν το κορμί της να παλεύει με τα παγωμένα νερά και εκείνα τα κύματα να την ταξιδεύουν μακριά από τον μικρό εκείνο τόπο.

Έφυγε…

Καμιά πέτρα δεν έμοιαζε με αυτές τις αμμουδιάς της. Κανένας βράχος με το δικό της. Και που να βρει βράχο δηλαδή μέσα στα λίγα τετραγωνικά που είχε νοικιάσει. Πρώτη φορά την απογοήτευε το παιχνίδι του ήλιου. Δεν κυνηγούσε σύννεφα, παρά μόνο ψηλά κτήρια.

Και αυτοί οι συνάδελφοι, δε χρωστούσαν χαμόγελο σε κανέναν, ούτε σε εκείνη. Μετά την τυπική καλημέρα, επέστρεφαν στην οθόνη του υπολογιστή τους, τάχα μου πως βιάζονταν να επιστρέψουν στην ανιαρή δουλειά τους.

Λίγες ώρες μετά, λες και κάποιος έδινε το σύνθημα, συνωστίζονταν στο ανσασέρ του πέμπτου ορόφου και άφηναν έρημο το μικρό γραφείο.

Ούτε κύμα, ούτε βράχος!

Παγωνιά μόνο, αυτή η άσχημη, της ψυχής.

Μα πως είναι δυνατόν να μη νιώθω; Αναρωτήθηκε

Που πήγαν τα ταξίδια που ονειρεύτηκε;

Περιορίστηκαν σε ένα ανήλιαγο γραφείο και ένα σκοτεινό μικρό διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου. Στο πίσω μέρος του, στο ένα και μοναδικό μπαλκόνι που διέθετε και χώραγε ίσα ίσα την ανάσα της άντε και μια μικρή απλώστρα για τα ρούχα της, αντίκριζε παρόμοια μπαλκόνια όπου και αν έστρεφε το βλέμμα.

Πολυκατοικίες ίδιες με τη δική της και στη μέση τους ένα τεράστιο πεύκο που στα κλαδιά του φώλιαζαν πουλιά και την ξυπνούσαν κάθε πρωί!

Τι ιδέα και αυτή να φυτέψουν ένα πεύκο στον ακάλυπτο!

Σε ποιόν έκανε το χατίρι τελικά; Στο βράχο της, στο κύμα που απειλούσε να την τυλίξει ή μήπως στον πατέρα της που ήθελε να τη δει «τακτοποιημένη»;

Το μόνο τακτοποιημένο στο μυαλό της ήταν η ώρα που ανέτειλε ο ήλιος ανάλογα με την εποχή και το κύμα που έγλυφε το βράχο, ανάλογα με την εποχή και εκείνο.

Πως έμπλεξε έτσι;

Εργαζόμενους στα τρένα ασφάλιζε, αυτή ήταν η δουλειά της. Σίγουρη και σταθερή δουλειά, απ’ αυτές που σου επιτρέπουν να προγραμματίζεις τη ζωή σου.

Σπίτι, οικογένεια, παιδιά, φίλοι, καθημερινή τρεχάλα χωρίς ουσιαστικό σκοπό. Εκτός από τα παιδιά. Τα δικά της παιδιά, αυτά που θα έφερνε στον κόσμο και θα καμάρωνε μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Έθαψε τα όνειρα, έθαψε το βράχο, έθαψε και εκείνον που είχε ονειρευτεί να μοιράσει τη ζωή της μαζί του.

Μόνο το κύμα της δεν έθαψε.

Εκεί ήθελε να το φαντάζεται, να ηρεμεί και να φουντώνει όπως και εκείνη.

Έφυγε…

Μα πρώτα είχε παγώσει όσα ένιωθε. Για την ακρίβεια δεν ένιωθε. Έφυγε μα έμεινε εκεί. Να παλεύει με την τρικυμία της ψυχής της.

Έβρεχε πολύ εκείνη τη μέρα. Οι παλιοί είπαν πως τέτοιο «νερό» είχαν να δουν κοντά εκατό χρόνια και βάλε. Μια ελιά στην άκρη του μονοπατιού που οδηγούσε στη θάλασσα είχε γύρει από την μανία του ανέμου και από το βάρος της βροχής που την είχε λεηλατήσει για ώρες.

Όμως εκείνη ένιωθε τόση γαλήνη!

Είχε κοιμηθεί αγκαλιά με το κύμα της. Εκεί ήταν η θέση της. Είχε ταξιδέψει μαζί της όπως τότε που ήταν παιδί. Δεν ένιωθε παγωνιά. Ούτε την είχε νοιάξει το νερό που είχε εισβάλει στο κορμί της.

– Χάθηκε το κορίτσι, ψιθύρισε η ελιά…

Μόνο λάσπη και μεταλλικά αντικείμενα δίπλα της, μόνο λάσπη αγκάλιαζε τη ρίζα της.

– Ταξίδεψε το κορίτσι, ψιθύρισε ο άνεμος…

Αυτό ήθελε από πάντα, ένα ολόδικο της ταξίδι.

– Άφησε σημάδι, ψιθύρισε ο ήλιος…

Εγώ το φωτίζω κάθε πρωί.

Έφυγε, οριστικά.

Έφυγε, χωρίς αντίο.

Έφυγε, μα μόνο το κύμα ήξερε πόσο χαρούμενη ήταν.

Το δάκρυ που στέγνωσε στα μάτια όσων αγάπησε ήταν το σημάδι της. Εκείνο που άφησε να φωτίζει τον κόσμο μαζί με τον ήλιο της.

Σημάδι την ονόμασαν, ολόκληρη γυναίκα πλέον, πήρε τη δική της θέση στο βράχο. Και πόσο αγαπούσε το νερό της θάλασσας που με ορμή χάιδευε τα πόδια της!

Απολάμβανε αυτές τις στιγμές και έδινε υπόσχεση στον εαυτό της για το επόμενο καλοκαίρι. Είχε πολλά ακόμα να ζήσει, να ολοκληρώσει ό,τι εκείνη άφησε μισό.

Μπερδεμένα όνειρα όλα όσα ήθελε να προλάβει. Ανακατεμένα όπως τα μαλλιά της. Ένα μόνο δε γούσταρε, τους «τακτοποιημένους», εκείνους που «πνίγουν» τα όνειρα τους!

– Μου αρέσει που ακολουθεί τα χνάρια της, ψιθύρισε ο βράχος…

Το μόνο αναλλοίωτο σημάδι στο πέρασμα του χρόνου η μορφή της. Ήταν βλέπεις που γνώριζε πως οι ξαφνικές μπόρες, δεν κουβαλούν πάντα καθαρό νερό…

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μια σκέψη για “Δεν κουβαλούν καθαρό νερό όλες οι μπόρες”