Ο χορός μας!

Σε μια καθημερινότητα γεμάτη άγχος, υποχρεώσεις και απελπισία, δυο ψυχές ανταμώθηκαν. Δεν είχαν σώμα, δεν είχαν μορφή και όμως ερωτεύτηκαν. Πόσες φορές προσευχήθηκαν αυτός ο κόσμος να τους είχε δώσει στόμα, με την ελπίδα για οδηγό αναρίθμητες επιστολές έφυγαν προς άγνωστο παραλήπτη.

Δυο υπέροχες οντότητες, που φώναξαν το «σ’ αγαπώ» χωρίς να έχουν στόμα. Κάθε βράδυ πριν πέσουν για ύπνο το φώναζαν η μια στην άλλη, δίχως λέξεις να ταξιδεύουν στον αέρα, και όμως αυτές το άκουγαν. Βλέπεις, δεν είχαν στόμα να το πουν, όμως το φώναζαν με το να είναι κάθε πρωί εκεί, μαζί, ενωμένες χωρίς δικαιολογίες και χωρίς διαλείμματα.

Πέρασε ο καιρός, και αυτό που τις πονούσε πιο πολύ, ήταν που δεν μπορούσαν να αγκαλιαστούν. Πόσες φορές ονειρεύτηκαν πως χόρευαν αγκαλιά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, μα δεν είχαν άκρα. Η προσευχή άλλαξε, σταμάτησαν να ζητάνε από το Θεό να τους δώσει στόματα και άρχισαν να παρακαλούν να είχαν χέρια και πόδια, δεν τους ένοιαζε αν ήταν μακριά ή κοντά, σημασία είχε μόνο να ακουμπήσουν η μια την άλλη.

Καθώς ο χρόνος τις έδενε με τις αόρατες κλωστές του και τις έφερνε όλο και πιο κοντά, η επιθυμία να ακουμπήσουν η μια την άλλη είχε αρχίσει να καταλαγιάζει αφού βρήκαν τρόπο να αγκαλιάζονται μέσα από τις καρδιές τους. Δεν μπορούσαν να ενώσουν τα κορμιά τους, μα με τον καιρό είχαν δεθεί ο ένας με τον άλλον με τα συναισθήματα τους.

Ο καιρός πέρασε και ο γερο-χρόνος τους είχε τυλίξει από πάνω μέχρι κάτω, σε βαθμό που δεν μπορούσαν να φανταστούν τις ζωές τους χωριστά. Δυστυχώς, οι μοίρες είχαν άλλα σχέδια. Η μια ψυχή αρρώστησε βαριά και οι κάποτε συγχρονισμένες προσευχές, πλέον είχαν διαφορετικές παρακλήσεις.

Η υγιής ψυχή, παρακάλεσε τον επουράνιο πατέρα της, να γιατρέψει την άρρωστη. Υποσχέθηκε τα πάντα, μέχρι και την ίδια της ζωή σε αντάλλαγμα. Όμως, η άρρωστη ψυχή διάλεξε κάτι άλλο. Παρακάλεσε να μην πονέσει η υγιής ψυχή και δάκρυα να μην κυλήσουν, και αν δεν ήταν αυτό εφικτό, τουλάχιστον να μπορούσε να βρει κάποιον να την προσέχει και να βρει όσα είχε ονειρευτεί και δεν μπόρεσαν να έχουν μαζί.

Δυο διαφορετικές προσευχές, πολύς πόνος, και δύο μήνες αργότερα, η ψυχή έπαψε να λάμπει. Είχε αποχωρήσει για έναν άλλο κόσμο και τίποτα απ’ όσα είχαν ζητήσει δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Αν ο Θεός, ο επουράνιος πατέρας, δεν ήταν μαζί τους, αν δεν ένιωθε τον πόνο των παιδιών του και αφού είχε αρνηθεί να βοηθήσει, δεν ήταν κάποιος Θεός ο οποίος άξιζε την πίστη και την αφοσίωση της ψυχής.

Λίγα χρόνια πέρασαν μονάχα από εκείνη την ημέρα. Η ψυχή που έμεινε μαζί μας, τριγυρνούσε στα σοκάκια και στα μπαρ και διαλαλούσε την ιστορία της. Όσοι ήθελαν να ακούσουν, έβλεπαν όσα πέρασε και ένιωσε η ψυχή στα μάτια της, γιατί αυτά ήταν ο μόνος τρόπος επικοινωνίας. Τίποτα δεν τη θύμωνε πιο πολύ, απ’ το να βλέπει ανθρώπους που αγαπούσαν ο ένας τον άλλον να καυγαδίζουν. Ανθρώπους που άφηναν τον εγωισμό για καπετάνιο και αντί να πούν «σ’ αγαπώ» έβριζαν. Είχαν άκρα και αντί να αγκαλιαστούν και να χορέψουν γυρνούσαν πλευρό και έπεφταν θυμωμένοι για ύπνο.

Σε τέτοιες περιπτώσεις η ψυχή γεμάτη θυμό, έμπαινε στη μέση και τους ανάγκαζε να δούνε αυτά που είχε ζήσει, με την ελπίδα πως η αγάπη που είχε νιώσει θα ανάγκαζε τον εγωισμό να παραχωρήσει το πηδάλιο στην αγάπη.

Ώσπου, ήρθε το πρωινό που η ψυχή δεν ξύπνησε από τον ύπνο της. Όσοι την γνώρισαν και έγιναν φίλοι μαζί της θρήνησαν. Ο κόσμος είχε χάσει μια όμορφη λαμπερή φλόγα αγάπης και ελπίδας.

Η ψυχή άνοιξε τα μάτια της και ένα εκτυφλωτικό φως στεκόταν μπροστά της. Δεν μπορούσε να δει χαρακτηρίστηκα, ούτε τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι. Ήξερε πως είχε έρθει η μέρα να κριθεί και η έλλειψη πίστης θα βάραινε τη θέση της.

Η ψυχή γεμάτη δάκρυα προσπάθησε να ζητήσει συγγνώμη, ήθελε να εξηγήσει πως όσα είπε και έκανε, έγιναν γιατί πονούσε, όμως μάταια.

Τότε δυο ζεστά χέρια την πήραν αγκαλιά, σαστισμένη πρόσεξε πως τα χέρια άνηκαν στην ψυχή που είχε αγαπήσει και χάσει. Εκείνη τη στιγμή η ελπίδα που είχε θάψει μέσα της μπόρεσε να ελευθερωθεί και την άφησε να δει τα πράγματα από άλλη οπτική. Όλες τους οι ευχές είχαν βγει πραγματικές. Μιλούσαν χωρίς στόματα, αγκαλιάζονταν χωρίς χέρια και χόρευαν χωρίς πόδια. Μπορεί η ψυχή να είχε πεθάνει μα ήταν εδώ, υγιής και πλέον είχε σώμα. Και όσον αφορά την τελευταία προσευχή, μπορεί να άργησε λίγο παραπάνω, όμως υπήρχε λόγος.

Με κόστος την ταλαιπωρία, τον πόνο και τη μοναξιά που έζησε, εκπληρώθηκαν εκατοντάδες άλλες ευχές. Οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να πολεμήσουν τον εγωισμό τους μόνοι, διδάχτηκαν από αυτήν.

«Θεέ μου, δε με άφησες ποτέ και όμως εγώ δε σταμάτησα να σε κατηγορώ για ό,τι πήγαινε στραβά.» Είπε και έπεσε στα γόνατα.

Λίγες στιγμές μονάχα πέρασαν και πρόσεξε πως μπορούσε να μιλήσει, και όχι μόνο μιλούσε, μα πλέον είχε σώμα.

«Οι πράξεις μετράνε περισσότερο από τα λόγια, ακόμα να το μάθεις;» Της ψιθύρισε η δεύτερη ψυχή που πέρασε τόσο καιρό στον παράδεισο να περιμένει το άλλο της μισό.

Δεν ειπώθηκαν άλλες κουβέντες, καθώς για πρώτη φορά μπορούσαν να χορέψουν το χορό που τόσο ποθούσαν.

Γιώργος Χατζηκυριάκου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *