19 Φεβρουαρίου 2020
Share

Γλυκιά μελαγχολία

Ξύπνησε με μια περίεργη μελαγχολία. Ίσως, ο μήνας αυτός του Σεπτέμβρη, ο μήνας των γενεθλίων της.
 
Δεν είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερο.
 
Μελαγχολική ήταν από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Έμαθε να ζει μ’ αυτό. Υπήρξε σε πολλά άτυχη, σε λίγα, στάθηκε πραγματικά τυχερή.
 
Ατύχησε ερωτικά, είχε όμως δύο υπέροχα παιδιά και τρία εγγόνια, που της υπενθύμιζαν ότι κάτι είχε κάνει καλό στη ζωή της. Είχε τη γάτα της για συντροφιά, είχε και σχετικά καλή υγεία. Δεν είχε παράπονο, για τα 69 της χρόνια. Είχε κι ένα σπίτι, εκείνο που μεγάλωσε, που με φροντίδες αλλά και στερήσεις, κατάφερε να το κρατήσει. Ναι, το λες και τύχη!
 
Πάντα της άρεσε η εξοχή, ασφυκτιούσε στην πόλη. Την κούραζε τρομακτικά πολύ η φασαρία, το άγχος κι οι γρήγοροι ρυθμοί της. Όταν ήταν νέα και χρειαζόταν να γίνει κάτι τέτοιο, το προετοίμαζε μέρες πριν, δεν το άντεχε.
 
Ευτυχώς, ήταν από τις λίγες γυναίκες της εποχής της που είχε αυτοκίνητο κι έτσι επέστρεφε γρήγορα, στα μαθημένα της. Στο σπιτικό της.
 
Παίρνοντας ένα μονοπάτι που “έκοβε” δρόμο από το δάσος, βρισκόταν σε μια μικρή, ερημική παραλία. Ο δικός της μικρός παράδεισος, που δε θα τον άλλαζε για τίποτα. Εκεί πήγαινε για απομόνωση, εκεί για να κλάψει, να προσευχηθεί, αλλά και για περισυλλογή ήταν το ιδανικότερο μέρος. Λειτουργούσε σαν μυστική κρυψώνα, ενώ, βέβαια, δεν ήταν τίποτα από τα δύο.
 
Ίσως για αυτό να είχε μελαγχολήσει σήμερα. Βλέπεις, δεν μπορεί πλέον με την ίδια ευκολία, να κατέβει το μονοπάτι προς τη θάλασσα.
 
 Η ψυχή της βρίσκεται κάθε στιγμή εκεί, το σώμα της όμως φροντίζει να της υπενθυμίζει καθημερινά ότι δεν μπορεί. Καμιά φορά, κάνει την υπέρβαση και περπατάει μέχρι εκεί, ασθμαίνοντας και αν, τελικά, τα καταφέρει και δε γυρίσει πίσω στα μισά, επιβραβεύει τον εαυτό της, ακούγοντας λίγη μουσική, στο ραδιάκι που κουβαλά πάντα μαζί της.
 
Ενώ τόση ώρα χαμογελούσε σκεπτόμενη όλα αυτά, που καμιά φορά της φαίνονται σαν όνειρο, ξάφνου, το πρόσωπό της συννέφιασε.
 
Είχε περάσει λίγος καιρός, από τότε, που έχει να δει τα βλαστάρια της, πέρασαν οι γιορτές και δεν ήρθαν, όπως της είχαν υποσχεθεί. Είναι οι δουλειές τους, η απόσταση, η αμείλικτη καθημερινότητα. Πάντα τα δικαιολογούσε η κυρά Φανή, τα παιδιά της, ακόμα κι όταν της έσπειραν ζιζάνια, οι “καλοθελητές”.
 
Καμιά φορά πείσμωνε λίγο, παραπονιόταν λίγο παραπάνω, όμως το έπνιγε. Ήταν τα παιδιά της. Πέρα από οποιεσδήποτε συνθήκες. Κι αυτό, τα επισκίαζε όλα.
 
Ξαφνικά, πετάχτηκε από το κρεβάτι, σαν ελατήριο.Φτάνουν οι μαύρες σκέψεις για σήμερα!
 
Πλύθηκε, έβαλε το καλό της μπλε φόρεμα με τη δαντέλα, έβαλε κι εκείνο το αγαπημένο της απαλό καφετί κραγιόν, σχεδόν στο χρώμα του δέρματος. Τίποτα άλλο για κάλυψη του προσώπου της, ώστε να δείχνει πιο νέο. Άλλωστε, είχε εξοικειωθεί με τις ρυτίδες της.
 
“Κάθε ρυτίδα είναι ένας δρόμος της ζωής μας”, της έλεγε η μητέρα της. Πού το θυμήθηκε τώρα αυτό; Χαμογέλασε στη σκέψη της.
 
Σε λίγο, ήταν έτοιμη, για να πάρει το αυτοκινητάκι της και να ξεκινήσει. Δε θα ειδοποιούσε τα παιδιά της, όπως άλλες φορές.
 
Ήθελε να δει τη χαρά και την έκπληξή τους, δια ζώσης. 
 
Να νιώσει το συναίσθημα, έτσι όπως δεν αποτυπώνεται σε καμία ηλεκτρονική συσκευή.

About Εύη Μαυρογιάννη

Μπορεί επίσης να σας αρέσει