Μια χάρη μόνο, μη με θυμηθείς!

Το έλεγαν, μα δεν έδινα βάση. Όταν ξενερώσει το μυαλό, θα δεις την πραγματικότητα. Δίκιο είχαν τελικά.
Αλλά δεν άκουγα, δεν ήθελα να ακούσω. Και τώρα ναι, αυτό το μυαλό που άφησα μέσα να μπεις σαν άνεμος και να αλητεύσεις σε κάθε δρομάκι, έκλεισε για σένα.
 
Πλήρωσα ακριβά την απουσία σου. Μέτρησα νύχτες λεπτό σε λεπτό για να ξημερώσει γιατί όταν κατάφερνα να  κλείσω για λίγο τα μάτια ξύπναγα με το όνομά σου κραυγή στο στόμα μου. Όσο κι αν προσπαθώ να σε θυμάμαι με όμορφες σκέψεις δεν μπορώ. Ίσως βλέπεις γιατί επέλεξες να αμαυρώσεις ό,τι όμορφο ένιωσα με μια άτακτη φυγή. Με ένα τέλος που μου το δώρισες απλόχερα από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. 
 
Ούτε ένα αξιοπρεπές τέλος δεν είχες την ικανότητα να δώσεις. Ίσως γιατί μέχρι εκεί έφτασε ο “σεβασμός” σε ό,τι υπήρξε μεταξύ μας… Ίσως όμως να σε δικαιολογήσω Ίσως.  Πνίγεται ο ανίκανος να νιώσει αγάπη, όταν του την προσφέρουν ανιδιοτελώς. Δειλιάζει ο μίζερος όταν αισθανθεί πως κάποιος τον υπολογίζει πιο πολύ από τον εαυτό του.
 
Ξυπνάει μέσα στη λασπωμένη ψυχή του το αίσθημα της κακίας και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του να παρασύρει ότι όμορφο στο βούρκο. Να ευνουχίζεται θέλει από μια σχέση, όχι να νιώθει πως η αγάπη τον εξυψώνει. Χαίρεται να στεναχωρεί και να μειώνει, όχι να δίνει την αξία που βλέπει στον άνθρωπο που νοιάζεται γι’αυτόν. Δεν το αντέχει το ενδιαφέρον του άλλου. Δεν μπορεί. 
 
Ψυχή μαύρη, σκοτεινή και γεμάτη πληγές που ποτέ δεν έκλεισε για να αγαπήσει πρώτα τον εαυτό της και στη συνέχεια να ολοκληρωθεί από μια σχέση. Σε οικτίρω, ξέρεις. Προσπάθησα. Προσπάθησα πολύ να σε κάνω να δεις.
 
Πήρα αγκαλιά πολλές φορές τη μαυρίλα σου και έκανα τα πάντα για να δεις λίγο φως. Ας έπαιρνες το δικό μου, δε με ένοιαζε. Έχω απόθεμα. Ο άνθρωπος που ξέρει να αγαπά δε στερεύει. Εσύ όμως δε θα μάθεις ποτέ πώς είναι. Χάσου μέσα σε ιδρωμένα σεντόνια που βρωμάνε φτήνια. Αγκάλιασε το φαίνεσθαι και όχι το είναι. Μέχρι εκεί είσαι. 
 
Κάλυψε τη μοναξιά σου με τη μάσκα της κοινωνικότητας. Χαμόγελα με την αλαζονεία της σιγουριάς που συντηρείς με τόσο κόπο. Μάζευε ψυχές και βάζε τις στη βιτρίνα που έχεις φτιάξει για τη συλλογή σου. Εγώ έφυγα… Σε οικτίρω όμως. Γιατί οι άνθρωποι που ξέρουν να αγαπούν, αγαπούν πιο πολύ τους αδύναμους και τους μικρόψυχους. Για αυτό σε αγάπησα τόσο… Τόσο πολύ…
 
Και όταν έρθει η ώρα που κάποτε σου είπα πως θα έρθει για σένα λίγο πριν κλείσεις εκείνο το βράδυ τη συνομιλία, και κοιτάξεις με τόση αηδία το είδωλο σου στον καθρέφτη μια χάρη μόνο. Μια … μη με θυμηθείς!
 
Ιωάννα Νικολαντωνάκη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *