Εγώ κι εσύ… τόσο γνώριμοι -μα άγνωστοι πλέον- στην ίδια πόλη

Έφτασε η στιγμή του απολογισμού. Στο φινάλε κάθε κατάστασης πάντα επέρχεται ο απολογισμός της. Αυτή τη φορά είναι επίπονος, μα αναμενόμενος ή ίσως και πολύ προβλέψιμος θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Υπό την προϋπόθεση πως δε θα κρατούσα τα μάτια μου ερμητικά κλειστά. Μια τελειωμένη κατάσταση, βαφτισμένη ιδανική ευκαιρία. Ευκαιρία ζωής θα σκεφτόμουν μέχρι πριν λίγο καιρό. Αλλά όχι, τώρα πλέον γνωρίζω καλά!
 
Ένας άνθρωπος «λίγος» ήσουν στην πραγματικότητα, ο οποίος αν και στα μάτια μου μπροστά παρουσιαζόταν σαν θησαυρός, τελικά αποδείχθηκες μια λίρα κάλπικη. Το ψέμα, η δεύτερη φύση σου. Είχες μάθει να ζυγίζεις καταστάσεις και γνώριζες μέχρι πού έχεις το περιθώριο κάθε φορά να φτάσεις. Η συμπεριφορά σου, θα ‘λεγε κανείς πως θύμιζε σκωτσέζικο ντους. Άλλοτε με ένα ενδιαφέρον, που όμοιό του ελάχιστες φορές είχα δεχθεί κι άλλοτε απών, θαρρείς και δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ. Δύο ξένοι μέσα στην ίδια πόλη. 
 
Ποτέ μου δεν κατάλαβα αλήθεια, αν αυτή η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά σου ήταν όντως αποτέλεσμα των σκέψεών σου, που αδυνατούσες να βάλεις σε τάξη, όπως συνήθιζες να λες, ή απλά μια καλή δικαιολογία για να μπαινοβγαίνεις στη ζωή μου, οπότε σου έκανε κέφι. Οι μόνες σκέψεις που βασανίζουν το μυαλό μου τα τελευταία βράδια, πριν τα βλέφαρα μου κλείσουν και αφεθώ στη γαλήνη των ονείρων μου, είναι αν θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα.
 
Αν κάθε φορά που ξεγύμνωνα μπροστά σου όλες μου τις σκέψεις με άκουγες προσεχτικά. Αν όλα όσα ένιωθα, φρόντιζες να τα διαβάζεις στα μάτια μου, στον τόνο της φωνής μου και στον τρόπο που σε κρατούσα στην αγκαλιά μου. Αν για μια και μοναδική φορά, άφηνες τον εαυτό σου ελεύθερο να πει όσα νιώθει, δίχως να κρύβεται πίσω από δεύτερες σκέψεις. Τότε, ίσως, να ζούσαμε όλα εκείνα που τόσο ποθούσαμε, μα καταφέραμε μόνο να πάρουμε μικρές δόσεις, μικρές τζούρες πάθους κι αγάπης! 
 
Τώρα όμως αγάπη μου, τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει καμία σημασία κι έφτασε η ώρα πια να φύγω. Όχι γιατί δε σ’ αγάπησα, όπως ίσως σκεφτείς, ή γιατί δείλιασα. Είναι που κουράστηκα κι εσύ δεν έκανες τίποτα για να με κρατήσεις. Εξάντλησα μαζί σου κάθε πιθανή δικαιολογία, που θα μπορούσα να σκεφτώ για να σε δικαιολογήσω. Μαζί μου θα πάρω όλες εκείνες, τις δικές μας στιγμές, να τις κρατήσω σαν φυλακτό μαζί με ένα αναπάντητο «γιατί» και ένα «να προσέχεις», που δεν πρόλαβα να σου ψιθυρίσω. Εγώ κι εσύ… τόσο γνώριμοι μα άγνωστοι πλέον μέσα στην ίδια πόλη!
 
Ελισάβετ Ηλιούδη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *