Και ναι, επιλέγουμε να θάβουμε κάθε μέρα από ένα κομμάτι του εαυτού μας, και να πληγώνουμε τον άλλον, αντί να φύγουμε από μια σχέση που έχει τελειώσει από καιρό. Που άτυπα και σιωπηλά το γνωρίζουμε και οι δύο. Αντιστεκόμαστε σε μια αλλαγή που επιβάλλεται για το καλό μας γιατί αρνούμαστε να προχωρήσουμε μπροστά. Γιατί;
Σχέσεις που έχουν χάσει την επικοινωνία ακόμα και στα πιο απλά θέματα της καθημερινότητας. Ώρες που επιλέγουμε να λείπουμε εκτός σπιτιού, με το πρόσχημα υποχρεώσεων και δουλειάς, γιατί ξέρουμε πως γυρίζοντας δεν υπάρχει κάτι εκεί πια που να μας κάνει χαρούμενους. Κοινές λειτουργίες έχουν ελαττωθεί στο minimum για να μην πω στο απόλυτο τίποτα.
Δικαιολογίες ανυπόστατες για να καλύψουμε τη δειλία της παραδοχής πως πλέον δεν πάει άλλο. Αποφυγή να κρίνεις τη λάθος επιλογή, αλλά και να δεχτείς ότι και εσύ έχεις αποδειχθεί κακή ζαριά.
“Τι θα πει ο κόσμος;” αναφωνείς (all time classic ατάκα, θα σου πω), λες και πρέπει να απολογηθείς. Ή στη χειρότερη των περιπτώσεων ο κόσμος το ‘χει τούμπανο και εσείς… Φτηνές δικαιολογίες αγαπητή – αγαπητέ μου. Δυστυχώς μας είναι δύσκολο να αποδεχθούμε πως ο άνθρωπος που κάποτε επιλέξαμε δεν υφίσταται πια μέσα μας και πως και εμείς δεν είμαστε ό,τι το καλύτερο για τον άλλον.
Πού όμως θα σε οδηγήσει όλο αυτό; Κρατιέσαι μ’ ένα πείσμα, γιατί είναι άκρως υποτιμητικό να δεχτείς πως ίσως μακρυά σου ο άλλος γίνει ευτυχισμένος. Εγωισμός λέγεται αυτό να ξέρεις, και κτητικότητα. Μην τολμήσεις να χαρακτηρίσεις αυτό που νιώθεις αγάπη, γιατί θα ξεφτιλίσεις την έννοια. Πες καλύτερα πως είναι βόλεμα και θα σε χειροκροτήσουμε όλοι.
Το ότι έχεις φτάσει σε σημείο να μισείς ακόμα και την ανάσα που ακούς δίπλα σου το βράδυ όταν ξαπλώνεις, μην το βαπτίζεις συντροφικότητα. Πες το εκδικητικότητα και θα το καταλάβω. Ναι, καλά διάβασες. Εκεί φτάνει αυτού του είδους η σχέση που διατηρείς. Αν δηλαδή δεν έχετε φτάσει ήδη στο να φέρεστε με εκδικητικότητα, άψογα ντυμένη με τυπική ευγένεια πάντα.
Κι αν θεωρείς ότι στάζω φαρμάκι, παρ’ το αλλιώς. Γιατί για μένα αγάπη και συντροφικότητα δε σημαίνει να είμαι όλη μέρα έξω, να τριγυρνώ άσκοπα κι άμα λάχει να κάνω και καμία γνωριμία έτσι, για να υπάρχει σε ώρα ανάγκης. Και η παρουσία μου πια στο σπίτι να θυμίζει διαμονή σε τρίτης κατηγορίας ξενοδοχείο. Ούτε στην πρώτη ευκαιρία, σε κάθε διαμάχη να σε ευνουχίζω και να προσπαθώ να σου επιβληθώ, χωρίς να δίνω δεκάρα για τη γνώμη σου, να νιώθω πως μιλάω σε ξένο, αλλά κατά τ’ άλλα να είμαστε ζευγάρι.
Μη φτάσεις σε μικρότητες όπως το να χρησιμοποιήσεις τα παιδιά σαν δικαιολογία, γιατί τότε οφείλεις ν’ αρχίσεις να λυπάσαι τον εαυτό σου για την κατάντια σου. Κι αν δεν πιστεύεις ότι δεν πρέπει να σε λυπηθείς, άσ’ το, το κάνουν όσοι διαπιστώνουν πως όντως η δικαιολογία σου είναι για λύπηση, και στη συνέχεια κι εσύ εννοείται!
Θα σε παραδεχόμουν και θα σου έβγαζα το καπέλο, αν μάγκικα και ντόμπρα αναλάμβανες το μερίδιο της ευθύνης που σου αναλογεί και με πλήρη επίγνωση των λαθών σου τα γκρέμιζες όλα και τα ξαναέφτιαχνες από την αρχή. Αν βέβαια η απόφαση ήταν από κοινού, και αν όντως αφήσατε και κάτι να αξίζει.
Δεν ξέρω ειλικρινά αν υπάρχει πράξη πιο εγωκεντρική από αυτήν τελικά. Να κρατάς δηλαδή ένα ήδη χιλιοτραβηγμένο και έτοιμο να διαλυθεί σχοινί, για ένα “εγώ” μεγαλύτερο από την αξιοπρέπεια που οφείλεις να έχεις στον εαυτό σου, και να μη δείχνεις μια στάλα σεβασμού στον άνθρωπο που κάποτε μοιραστήκατε στιγμές. Μια άρρωστη ανασφάλεια.
Όχι, μην το χαρακτηρίζεις αγάπη αυτό. Και δεν υπάρχει κανένα άλλο όμορφο επίθετο που να μπορείς να χαρακτηρίσεις αυτό που ζεις. Έρωτας στη φορμόλη είναι.
Και που είσαι; Φρόντισε να έχεις αρκετά λίτρα καβάντζα, μην ψάχνεις κάθε τρεις και λίγο για συμπλήρωμα…
Ιωάννα Νικολαντωνάκη