Η θηλιά που με “πνίγει”

“Όμορφο διήμερο”, λέει ο ένας. “Να περάσετε τέλεια”, λέει ο άλλος. Και εγώ αφού τους αποχαιρετώ με ένα χαμόγελο ψυχρό, μπαίνω στο αμάξι μου χτυπώντας την πόρτα του δυνατά.
 
Δευτέρα έως Παρασκευή, πίεση στη δουλειά. Κάθε Σαββατοκύριακο, όλοι κάτι έχουν να κάνουν. Κι εγώ; Εγώ τι; Γυρίζω σπίτι μου, τρώω ό,τι αποφάγια έμειναν από την προηγούμενη και αράζω στην πολυθρόνα μου.
Ωραία θα περάσω πάλι, σκέφτομαι ειρωνικά.
 
Τι να τους πω; Πως το στεγαστικό δάνειο με έχει στραγγίξει; Πως η ψυχολογία μου είναι στα πατώματα;
 
Τη νύχτα στο μπαλκόνι μετρώ πάλι αστέρια, κάνοντας δαχτυλίδια με τον καπνό του τσιγάρου μου. Ιούλης και η πόλη είναι άδεια. Τη φυλάω εγώ. Σκοπιά φυλάω. Εξάλλου δεν μπορώ να πάω κάπου. Οι φίλοι σταμάτησαν να με παρακαλάνε για μια βόλτα. Βαρέθηκαν τις δικαιολογίες μου. Μπαίνω μέσα στο σπίτι, κοιτάζω ένα μάτσο λογαριασμούς, ξεφυσάω… Πως κατάντησα έτσι, συλλογίζομαι. Ζω για να πληρώνω μόνο. Προσωπική ζωή μηδέν. Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά. Ήδη πήγε έντεκα το βράδυ. Άλλες δύο νύχτες ακόμη, για να επιστρέψω στο πόστο μου. Να ακούσω τους συναδέλφους μου να μιλούν για βουτιές και εξόδους. Εγώ θα πω πάλι ό,τι μου κατεβάσει ο νους. 
 
Σάββατο πρωί, ο τόπος καίει έξω. Κοιτάζω νευρικά την πόρτα. Αρπάζω τα κλειδιά και φεύγω. Δε γνωρίζω πού θα πάω. Μου αρκεί να προλάβω να ζήσω. Να μη χάσω άλλη ημέρα από τη ζωή μου. Και ας έχω δέκα ευρώ πάνω μου. Φτάνουν για έναν ευλογημένο καφέ στην παραλία. Τηλεφωνώ ξαφνικά σε κάτι φίλους. Μου δίνουν συντεταγμένες. Ευτυχώς με αγαπούν ακόμη, σκέφτομαι. Βάζω πρώτη και ξεκινάω. Φτάνω πενήντα και θέλω να λύσω επιτέλους τη θηλιά που με πνίγει. Προλαβαίνω θαρρώ. 
 
Εύη Π. Γουργιώτη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *