Φορεμένο μου κασμίρι κι ακριβό μου

Έρχονται στιγμές που κάθεσαι μόνος, βουβός και ακίνητος μπροστά σε αυτή τη σχεδόν άδεια ντουλάπα,  με μερικά πουκάμισα στις βαριές ξύλινες κρεμάστρες. Κάθεσαι, κοιτάζεις και σε κάθε κλείσιμο των βλεφάρων σου μεταφέρεσαι σε άλλη στιγμή, σε άλλο τόπο, σε άλλο χρόνο. Μα σημασία έχει ότι δεν είσαι μόνος εκεί που ταξιδεύει το μυαλό σου.
 
Έχεις βρεθεί σε έναν τόπο που νοσταλγείς πολύ, με έναν πολύτιμο σου, με έναν λατρεμένο σου. Τώρα, για δες! Ανοίγεις διάπλατα τα χέρια και κάνεις μια από αυτές τις μεγάλες αγκαλιές, που χάνεται το πρόσωπό μέσα στο τσαλακωμένο πουκάμισο και κατακλύζεσαι από τη μεθυστική μυρωδιά του ανθρώπου σου. Από αυτές που σου κόβεται η ανάσα. Από αυτές που διαρκούν πολλά δευτερόλεπτα και δε θες να τελειώσουν ποτέ. Από αυτές που αντικαθιστούν χιλιάδες λέξεις, χιλιάδες “συγνώμη” και χιλιάδες “ευχαριστώ”. Έπειτα, γέρνεις προς τα πίσω και κοιτάζεις το πρόσωπό του. Απευθείας το πρόσωπο.
 
Το ακουμπάς απαλά με τις άκρες των δαχτύλων σου, ψηλαφίζεις κάθε ρυτίδα, κάθε ατέλεια και τελειότητα, κάθε σημάδι, κάθε ιδιαιτερότητα. Φυλάς στο μυαλό σου την ματιά, την κίνηση των χειλιών όταν πάει να χαμογελάσει, τον ήχο της φωνής. Γιατί όλα ετούτα είναι τόσο πολύτιμα και αναγκαία. Πάντοτε ήταν…
 
Τα κουβαλάς, είναι μαζί σου, τα φοράς επάνω σου, τα χρειάζεσαι. Όσο δεδομένα κι αν ήταν κάποτε στη ζωή σου, τώρα αρχίζουν και απομακρύνονται, φεύγουν, ξεθωριάζουν. Μαζί με τον άνθρωπο σου. Είναι που φεύγουν οι άνθρωποι και μένουν τ’αντικείμενα. Άθικτα, αγέραστα, ακίνητα και μελαγχολικά. Μένουν τ’ αρώματα του ανθρώπου που αγάπησες μέσα σε άψυχα μικροσκοπικά μπουκάλια. Οι μυρωδιές απ’ τα σιδερωμένα πουκάμισα που τώρα πια στέκουν εκεί, περήφανα και σιωπηλά στις ξύλινες κρεμάστρες.
 
Μένει η φωνή, το γέλιο σαν ψίθυρος αχνός που παλεύεις, παλεύεις σκληρά να μη χαθεί απ’το νου, να μην ξεχάσεις… Μένουν στη σκέψη κινήσεις αυθόρμητες, χαρακτηριστικές. Κινήσεις που τα μάτια νοσταλγούν και λαχταρούν σαν τον πολυτιμότερο θησαυρό. Φεύγουν οι άνθρωποι και μένουν τ’ αντικείμενα κι εσύ στέκεις μόνος και σιωπηλός, σαν κι αυτά τα πουκάμισα στις ξύλινες κρεμάστρες.
 
Ηρώ Καμπούρη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *