Το λάθος
Ήταν παντρεμένοι είκοσι χρόνια, το παιδί τους ο Μάρκος, είχε αυτή την ηλικία και ήταν αναμενόμενο πως εκτός των άλλων που είχαν ζήσει θα αντιμετώπιζαν και τη ρουτίνα. Η Αντιγόνη την ένιωθε περισσότερο, της έλειπε η ξεγνοιασιά γιατί εκτός από το ρόλο της συζύγου και της μάνας ήταν και σκληρά εργαζομένη. Ο Νικόλας έβλεπε τις ασχολίες της γυναίκας του απόλυτα λογικές και συνηθισμένες και δεν καταλάβαινε ότι έπρεπε να αλλάξει και να ενδιαφερθεί παραπάνω. Ο γάμος τους βρισκόταν σε αυτή τη δύσκολη καμπή που φθάνουν όλα τα παντρεμένα ζευγάρια, και τότε πρόεκυψε και ο χώρος που χρειαζόταν για να εισχωρήσει το τρίτο πρόσωπο.
Στη δουλειά της η Αντιγόνη δε θα μπορούσε να ερωτευτεί τον Μιχάλη ή τον Θεοχάρη που τους είχε σαν αδέλφια της. Ο Αλέξανδρος όμως ήταν ένας νεότατος και γοητευτικός εργένης και επιπλέον ήταν και ενδιαφέρων. Είχε ταξιδέψει πολύ και είχε να της πει πολλά. Αυτός πολύ επιδέξια όταν την πλησίαζε, φρόντιζε να την αγγίζει ελαφρά και να της μιλάει όσο πιο τρυφερά γινόταν. Η Αντιγόνη κολακευόταν από την προσοχή και το φλερτ και χωρίς να το πολυσκεφτεί συνδέθηκε ερωτικά μαζί του.
Η Αντιγόνη περνούσε δυο ώρες την εβδομάδα μαζί του, και καλώς ή κακώς ήταν μια εμπειρία που την έκανε να νιώθει ζωντανή και χαρούμενη. Κάθε αρχή είναι μαγική, και αυτός ήταν υπερβολικά ευγενικός. Αλλά όσο πέρναγε ο καιρός άρχιζε να διεκδικεί περισσότερα. Κάθε μέρα της έλεγε και επέμενε, πως έπρεπε να κυκλοφορούν ελεύθεροι και ίσως και να συζούν, και συνεχώς την πίεζε και την αναστάτωνε. Παρ’ ότι η προοπτική του διαζυγίου δεν ήταν η επιδίωξη της, ένιωθε αναγκασμένη να υπακούσει στις επιθυμίες του εραστή της.
Ο Αλέξανδρος, αφού της υποσχέθηκε μια υπέροχη κοινή ζωή, την έπεισε πως έπρεπε να προχωρήσει ταχύτατα στο χωρισμό. Η Αντιγόνη αποφάσισε ότι έπρεπε να εξηγήσει πρώτα στο παιδί της. Θεωρούσε ότι ήταν αναγκαίο να χωρίσει από τον πατέρα του. Αντικειμενικά δεν είχε και κάτι σοβαρό να του προσάψει. Τα παράπονά της ήταν συνηθισμένα και επί της ουσίας ανάξια να σχολιαστούν. Το διαζύγιο βγήκε συναινετικό, αν και ο Νικόλας την παρακαλούσε να μη χωρίσουν και να προσπαθήσουν να τα ξαναβρούν μεταξύ τους. Η Αντιγόνη δεν υποχωρούσε, ο γιος τους που λυπόταν πολύ για τον πατέρα του την εκλιπαρούσε να μην το κάνει, αλλά αυτή ήταν ανένδοτη. Απομακρύνθηκε από τον άντρα της ο οποίος είχε πονέσει όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του και μετακόμισε στο σπίτι του εραστή της.
Η κοινή ζωή του νέου ζευγαριού μετρούσε μόλις μερικούς μήνες όταν άρχισαν οι προστριβές. Η Αντιγόνη συνέχισε να δουλεύει και να φροντίζει το νέο σπίτι και ανακάλυψε την απόλυτη αδιαφορία του άλλου για τις απαραίτητες δουλειές. Ο Αλέξανδρος, ανεξάρτητος και μποέμ καθώς ήταν, ένιωθε να ασφυκτιά με ερωτήσεις του τύπου “τι θα φάμε αύριο” και εάν “πλήρωσες τους λογαριασμούς”. Δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι την πιθανότητα να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του παρέα με μια γυναίκα κουρασμένη, νευρική και ευσυγκίνητη. Είχε συνηθίσει να ζει ελεύθερος και να έχει όσες ερωτικές περιπέτειες επιθυμούσε και η Αντιγόνη είχε χάσει τη μαγεία και την έλξη που αρχικά τον εξίταρε, τώρα που την έβλεπε καθημερινά έτσι απεριποίητη και αχτένιστη και την έβρισκε φρικτή. Αυτός ήταν πάντα υπέρκομψος και πάντα κέρδιζε τα βλέμματα των γυναικών. Το σκέφτηκε καλά και το αποφάσισε, δεν μπορούσε να καταπιέζεται άλλο. Θα της το ανακοίνωνε αμέσως, “δε σε θέλω!, μου είσαι παντελώς αδιάφορη! Έκανα λάθος!”.
Παρασκευή Φωτοπούλου