Διάλογος στο τρένο
Ι: Έχω βολευτεί στο κάθισμά μου ενώ οι υπόλοιποι επιβάτες παίρνουν σιγά σιγά τις θέσεις τους μέσα στο κουπέ. Βγάζω από την τσάντα μου το μικρό καφετί σημειωματάριο και το ακουμπάω στο τραπεζάκι. Η μέρα είναι όμορφη, έτσι όπως την κοιτάω μέσα από το παράθυρό μου. Είμαι έτοιμη να αφήσω πάνω σε μερικά φύλλα χαρτί όλα τα συναισθήματα που μου γεννάει η στιγμή. «Γιατί γράφετε;» με ρωτάει ξαφνικά μια φωνή. Θέλω να απαντήσω πως τα πάντα είναι εφικτά όταν ένα στυλό ακουμπήσει μια λευκή σελίδα. Με το στυλό και το χαρτί μου μπορώ να κάνω τα αστέρια να χαμογελούν, να δίνω σε ζώα και πουλιά ανθρώπινη λαλιά. Mε τις λέξεις μου μπορώ να αλλάζω πρόσωπα, ενδύματα, επαγγέλματα, νοοτροπίες και κουλτούρες, να ζω ένα εκατομμύριο άλλες ζωές. Δεν απαντάω όμως. Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς.
Λ: Την παρατηρώ προσεκτικά να κάθεται στο αναπαυτικό κάθισμά της. Δαγκώνει νευρικά το στυλό, το βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα, το κορμί ασυναίσθητα να κυρτώνει, έτοιμο να κυνηγήσει ιδέες, λέξεις και συναισθήματα. Είναι γραφιάς. Τους ξεχωρίζω από μακριά. Είναι καταραμένη φάρα και τους ανταμώνεις σε κάθε πιθανό και απίθανο μέρος. «Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Φτάνεις στα γκρεμνά της ανθρώπινης ψυχής και αντικρίζεις την ομορφιά και το σκότος. Οργώνεις ιδέες στη λασπουριά της καθημερινότητας. Παλεύεις στον βράχο να σκαλίσεις ήρωες που δε θα τους γκρεμίσουν τα κύματα του χρόνου. Κυρίως παλεύεις με τις λέξεις. Είναι αδυσώπητες και αχόρταγες. Γίνεσαι στοιχειό η ίδια για να στοιχειώσεις τις ζωές μας με νοήματα και συναισθήματα. Αξίζει τον κόπο μωρέ;». Τόσες ερωτήσεις και άλλες τόσες διαπιστώσεις. Δεν της λέω τίποτα. Είναι μια άγνωστη και πάντα τα όρια με τους αγνώστους μου φαίνονταν απροσπέλαστα.
Ι: Με ένα στυλό μπορώ να φτάσω μακριά, δε φαντάζεσαι πόσο! Μπορεί να κάθομαι στην άκρη του γκρεμού της ψυχής και από εκεί να ταλαντεύομαι ανάμεσα στο όμορφο και στο άσχημο, στο φως και στο σκοτάδι. Βλέπω την αιώνια πάλη του καλού με το κακό και είναι φορές που έχω μπερδευτεί ψάχνοντας το σωστό. Κανένας ήρωας δεν γκρεμίζεται. Γιατί οι ήρωες μιλάνε στις ψυχές μας και αυτές λένε δεν πεθαίνουν ποτέ! Αν οι λέξεις έγιναν αχόρταγες φταίμε εμείς οι ίδιοι που τις αφήσαμε να πεινάνε. Φταίμε που δεν τις χαρίσαμε απλόχερα όταν έπρεπε να το κάνουμε, μα τις κρατήσαμε για την πάρτη μας και κάπου εκεί αρχίσαμε να χάνουμε το νόημα. Αν κάποιος μπορεί να μας θυμίσει το σκοπό της ύπαρξής μας τότε φοβάμαι πως δεν είναι άλλος από έναν απλό κακομοίρη γραφιά.
Λ: Τη βλέπω να παθιάζεται, να σημειώνει και να σβήνει ακατάπαυστα. Χαμογελώ ανεπαίσθητα. Η ίδια αιώνια πάλη εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου. Σκέφτομαι πως το υπέρτατο όριο είναι αυτό μεταξύ ζωής-θανάτου. Αναπνέεις, είσαι ζωντανός. Σταματάς και είσαι νεκρός. Είναι όμως έτσι; Η συγγραφή τα καταργεί αυτά τα όρια. Συζητάμε για συγγραφείς, για βιβλία , για ήρωες χιλιάδες και εκατοντάδες χρόνια μετά. Τι κερδίζει το θάνατο; H υστεροφημία, η παρακαταθήκη σου λόγω και έργω σε αυτόν τον κόσμο. Γράψε, άλλαξε τις ζωές, τα μυαλά και τις ψυχές του κόσμου και θα συνεχίσεις να ζεις πολύ καιρό μετά το θάνατό σου. Δεν υπάρχουν όρια στην τέχνη. Αφού η ίδια η τέχνη καταργεί το υπέρτατο όριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Θέλω να της πω να συνεχίσει με την ίδια αγάπη και αφοσίωση. Αλλά εγώ δεν είμαι γραφιάς και δεν μπορώ να περάσω τα δικά μου όρια. Ώρα να κατέβω στην επόμενη στάση. Της γνέφω χαμογελαστός με το κεφάλι και την αφήνω στην πάλη της με τις λέξεις.
Ι: Του ανταποδίδω το χαμόγελο. Είμαι σίγουρη ό,τι έχει καταλάβει όλα όσα είπαμε χωρίς να μιλάμε.
Πηγή: Εφημερίδα Αλήθεια, 1.10.19
Ιωάννα Πιτσιλλή, Λουκάς Αναγνωστόπουλους