Αχ, γιαγιά!

Ι: Η αλήθεια είναι πως τη φοβόμουν. Ήταν αυστηρή. Αυστηρή και επιβλητική. Πιο πολύ τη θυμάμαι να μου θυμώνει παρά να μ’ αγκαλιάζει. Να μου λέει τι να κάνω και πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι. Δεν είχα αμφιβολία πως η γιαγιά με αγαπούσε. Ίσως δεν είχε, ή δεν ήξερε τον τρόπο να το δείξει. Μπορεί και να μην ήθελε, δεν ξέρω. Οι μνήμες μοιάζουν με φωτογραφίες. Πολλές φορές διαθέτουν ήχο, κίνηση. Άλλες πάλι φορές γεμίζουν τα ρουθούνια σου με μυρωδιές και την καρδιά σου με αισθήματα.

Η γιαγιά έχει μόλις βγει από το λουτρό. Έχει τα μαλλιά της τυλιγμένα σε μια κατάλευκη βαμβακερή πετσέτα. Φοράει τη μακριά μπεζ νυχτικιά της. Δε συνηθίζει να φοράει ανοιχτόχρωμα ρούχα η γιαγιά. Και όμως αυτή η νυχτικιά της πάει πολύ. Έρχεται σε αντίθεση με τα υπέροχα μαύρα μεγάλα μάτια της. Στέκομαι σε μια γωνιά και την παρατηρώ. Δε με βλέπει και δε θέλω να με δει. Στο λαιμό της λαμπυρίζει ένας χρυσός σταυρός. Από το λουτρό δραπετεύουν λευκά σύννεφα ατμού και κάνουν τη γιαγιά να μοιάζει με θεά που μόλις κατέβηκε στη γη. Αφήνει τα μαλλιά της να πέσουν ελεύθερα. Είναι πολύ μακριά, φτάνουν κάτω από τη μέση της και μοσχοβολάνε. Είναι τόσο όμορφη καθώς περνάει τη βούρτσα μέσα από τα μαλλιά της. Χαμογελάει. Αχ, γιαγιά, έχεις τόσο υπέροχα μαλλιά… Γιατί να τα δένεις πάντα σε αυστηρές πλεξούδες; Αχ, γιαγιά! Είσαι τόσο όμορφη όταν χαμογελάς. Και τα μάτια σου λάμπουν σαν πολύτιμα πετράδια.

Οι μνήμες μοιάζουν με φωτογραφίες. Η γιαγιά μέσα στην αυλή, ετοιμάζεται να σφάξει μια κότα. Ο τοίχος βάφεται με κόκκινες χοντρές κηλίδες αίμα. Η γιαγιά μέσα στην κουζίνα της φτιάχνει αυγολέμονο. Η γιαγιά κρατάει μια σκούπα. Με το δεξί της χέρι τη σηκώνει ψηλά. Τρέχει. Φοβερίζει κάτι γυναίκες που ήρθαν ακάλεστες στο σπίτι μας να μας μιλήσουν για το Θεό. «Ο Θεός είναι ένας!», ακούω ακόμα τη φωνή της. Η γιαγιά μας ντύνει για την εκκλησία. Η γιαγιά μας μαζεύει από το σχολείο. Η γιαγιά δε θέλει να παίξει μαζί μας. Όμως τα μάτια της λάμπουν όταν μας κοιτά. Μεγάλα μαύρα μάτια, σαν πολύτιμα πετράδια. Η αλήθεια είναι πως την αγαπούσα πολύ, τη γιαγιά.

Λ: Μεγάλη υπόθεση να έχεις ζήσει, να έχεις μεγαλώσει μαζί με γιαγιάδες και παππούδες. Να κρατάς μνήμες, στιγμές, αρχές από την κοινή σας πορεία. Να θυμάσαι τη γεύση από το φαγητό, τις κουβέντες και τα παιχνίδια στην αυλή, το άρωμα, το χάιδεμα του κεφαλιού. Δεν είναι τυχαία η αγάπη και η νοσταλγία που διακατέχουν τους περισσότερους από μας όταν μιλάμε ή όταν σκεφτόμαστε τις γιαγιάδες μας.

Ερχόμαστε στο σήμερα. Οι καιροί είναι δύσκολοι, οι ρυθμοί έντονοι. Γονείς και παιδιά τρέχουν μεταξύ δουλειάς, σχολείων, δραστηριοτήτων, υποχρεώσεων. Σε όλη αυτή την τρέλα που επικρατεί, το σπίτι και η αγκαλιά της γιαγιάς μοιάζει καταφύγιο. Εκεί το παιδί θα χαλαρώσει, θα πάρει τις αναγκαίες ανάσες και τα χάδια. Καλώς ή κακώς ο γονιός στο παιδικό μυαλό είναι συνυφασμένος και με τις υποχρεώσεις και τα δυσάρεστα «πρέπει». Ο παππούς και η γιαγιά είναι τα ευχάριστα «θέλω» που σχεδόν πάντα ικανοποιούνται.

Έχω φίλες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που είναι γιαγιάδες. Διαβάζω τις αναρτήσεις τους και χαίρομαι με την αγάπη, τη χαρά, το καμάρι που βγάζουν για τα εγγόνια τους. Βλέπω τη λαχτάρα των παιδιών μου όταν επισκέπτονται τους γονείς μου στη Λαμία και τα πεθερικά μου στην Αθήνα, όταν μιλάνε μαζί τους στο τηλέφωνο ή σε βιντεοκλήση. Αντιλαμβάνομαι πως η αγάπη που εισπράττουν και τα μαθήματα που παίρνουν, είναι ανεκτίμητα. Σε τελική ανάλυση, η γιαγιά και ο παππούς είναι μέρος της παιδικής μας ηλικίας, εκεί που όλα ήταν πιο απλά, ξεκάθαρα και αγνά. Να είστε καλά και να προσέχετε.

Εφημερίδα Αλήθεια, 6.04.21 – Ιωάννα Πιτσιλλή, Λουκάς ΑναγνωστόπουλοςΙ

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *