Σήκω, κορίτσι μου!
Φυσάει πολύ απόψε. Φυσάει ένας κρύος αέρας. “Πανάθεμά τον”, σκέφτηκε και προσπάθησε να κρύψει όσο γινόταν τα γυμνά χέρια της μέσα στις τσέπες του παλτού. Δίπλα της κουλουριασμένη η μόνη συντροφιά και αυτό το κρύο βράδυ. “Πόσα στενά περπάτησε και αυτή η άμοιρη μαζί μου;”, σκέφτηκε. “Συγγνώμη κύριε, ένα τσιγάρο μήπως σας βρίσκεται;” Έβγαλε το πακέτο βιαστικά κράτησε ένα τσιγάρο και της έδωσε όλο το πακέτο μαζί με τον αναπτήρα. Γύρισε να φύγει χωρίς να ακούσει το ευχαριστώ. Κάτι όμως τον γύρισε πίσω. “Κορίτσι μου, τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα; Θέλεις να σε κεράσω ένα καφέ; Να, εδώ, απέναντι. Μη με παρεξηγήσεις, μα νιώθω πως χρειάζεται να κάτσεις σε ένα ζεστό περιβάλλον για λίγο”.
Έγνεψε καταφατικά, μα ήξερε από το πρωί που είχε μπει σε αυτό το μαγαζί για να ζητήσει να της γεμίσουν ένα μπουκάλι με νερό, πως δεν επιτρέπονται τα ζώα. Ούτε για λίγο, έξω στην πόρτα. “Περίεργο”, είχε σκεφτεί. “Τα “ζώα” δεν επιτρέπουν την είσοδο στα ζώα”. “Δεν γίνεται”, του είπε και έδειξε το κουλουριασμένο κορίτσι της που είχε αποκοιμηθεί. “Ποιος το λέει αυτό; Τώρα συνοδεύεσαι από εμένα και δε νομίζω να πει κανείς κάτι. Το μαγαζί μου ανήκει”. Μπήκε και αναθάρρησε. Ζεστάθηκε η ανάσα της. Κάθισε και σε λίγο έβγαλε το παλτό της. Κάποτε το πλήρωσε τόσο ακριβά, που για τον κύριο δεν πέρασε απαρατήρητο και σχολίασε: “Σε βλέπω δύο μέρες τώρα, εδώ, απέναντι στο παγκάκι. Η εικόνα σου δεν ταιριάζει με την κατάστασή σου. Πιες λίγο καφέ και εξήγησέ μου. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω”.
Τον κοίταξε με κουρασμένο βλέμμα. Με απηυδισμένη ψυχή. Και ξεκίνησε να του εξηγεί πως μια λάθος επιλογή ακολούθησε την άλλη. Του μίλησε για ανθρώπους που της χτύπησαν την πλάτη φιλικά και της έδωσαν ψεύτικες ελπίδες. Του είπε για αυτούς που την είδαν σαν ξένη στον τόπο τους και φρόντισαν να την εκμεταλλευτούν εργασιακά. Του μίλησε για εκείνους που χωρίς οίκτο, όταν βρέθηκε στα δύσκολα τής κούνησαν το δάχτυλο σαν αυστηροί δάσκαλοι και της μίλησαν για μαθήματα που δεν έμαθε ποτέ. Για πόρτες που έκλεισαν όταν αδυνατούσε να είναι τυπική όπως ήταν πάντοτε. Για όλους εκείνους. Για όλους. Μιλούσε χωρίς ανάσα. Μιλούσε ώσπου… παύση… “Μια χάρη μόνο θέλω από εσάς. Λίγο πριν φύγω… Να, ένα σάντουιτς μόνο για τη μικρή μου. Μετά… Βλέπετε δεν μπόρεσα να κουβαλάω το φαγητό της και…” και εκεί ξέσπασε. Εκεί έκλαψε. Εκεί και μόνο εκεί κατάλαβε πού ήταν και πού έφτασε. Ποια μαθήματα; Και ποιος μπορεί να κρίνει; Αντί να κατακρίνουν ας βάλουν τον εαυτό τους στη θέση του άλλου. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και καμία κατάσταση δεν είναι μόνιμη… Χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε το ρολόι. Το ξεκούμπωσε, το άφησε στο τραπέζι και είπε: “Δεν μπορώ να σας πληρώσω με χρήματα. Κρατήστε αυτό .Ενέχυρο. Γιατί εγώ θα ξανασταθώ στα πόδια μου και ό,τι τώρα με γονάτισε, αύριο θα με γιγαντώσει”.
Ο κύριος έσπρωξε πίσω το ρολόι. “Αρκετά, κορίτσι μου. Άκουσα ό,τι είπες, μα πιο πολύ αυτά που δεν είπες”. Σηκώθηκε για λίγο και πήγε πίσω στο μαγαζί. Εκείνη είχε σταθερά το βλέμμα στη μικρή της. Πάντα εκείνη. Πάντα μαζί. Ο λυγμός κρύφτηκε βιαστικά καθώς άκουσε τον κύριο να της λέει: “σήκω, κορίτσι μου. Σε περιμένει ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Είναι πληρωμένο για μια εβδομάδα. Σήκω να σε πάω και βλέπουμε για το μετά”. Πήγε να της χτυπήσει την πλάτη, μα το μετάνιωσε. Βλέπεις, είχε καταλάβει πως η πλάτη της ακόμα πονάει από τις “φιλικές” χειρονομίες.
Υποσημείωση: ίσως η ιστορία αυτή να είναι φανταστική.Ίσως και όχι. Ίσως θα πρέπει κάποτε να καταλάβουμε πως ένα βιβλίο δεν κρίνεται από το εξώφυλλο. Και περισσότερο, πως πριν κρίνουμε το πώς, ας ενδιαφερθούμε για το γιατί. Σας ευχαριστώ.
Ιωάννα Νικολαντωνάκη