Αι-θηλυκή αλκοόλη

Γύρισε βαριεστημένα τα κλειδιά στην πόρτα, έβγαλε τις άβολες γόβες και μαζί όλο το dress code της δουλειάς και αφήνοντας απ’ έξω τον πολυφορεμένο ρόλο κατευθύνθηκε προς το ψυγείο. Ένα ποτήρι με το αγαπημένο της ημίγλυκο και μια γερή γουλιά ευχαρίστησης στα χείλη ήταν το εναρκτήριο της καθημερινής της ρουτίνας στο σαλόνι. Απέναντι η ακριβή τηλεόραση την οποία δεν άνοιγε ποτέ και μπροστά της το ακόμα πιο ακριβό coffee table που πρόθυμα φιλοξένησε τα κουρασμένα πέλματα. Η βαθιά τζούρα από τον Καρέλια λευκό ολοκλήρωσε την ιεροτελεστία και τώρα ήταν η ώρα να ξεχυθούν όλες οι ακανόνιστες σκέψεις που διαρκώς πάσχιζε να τακτοποιήσει όπως τα διακοσμητικά στο ευρύχωρο καθιστικό της.

Αποφάσισε ν’ αποσπάσει λίγο την προσοχή της από αυτές, πιάνοντας στα χέρια το τσαλακωμένο Α4 που πολύ πρόσφατα είχε ταξιδέψει πίσω από τον καναπέ σε μια προσπάθεια να το εξαφανίσει. Ήρεμα ξεκίνησε να διαβάζει σειρά προς σειρά τα όμορφα γράμματα που αποτύπωναν ένα κομμάτι από το συνονθύλευμα σκέψεων και συναισθημάτων που την κατέκλυζαν τους προηγούμενους μήνες.

«…και τότε έγειρε νωχελικά στο πλευρό του, γυμνή… γυμνή από φόβους, γυμνή από ανασφάλειες, γυμνή από ματαιοδοξία… Στα μάτια του δεν έψαχνε την επιβεβαίωση όπως εγωιστικά αποζητούσε ο πάλαι ποτέ νεανικός και νάρκισσος εαυτός της. Στα μάτια του, έψαχνε να καθρεφτιστεί η ψυχή της. Γιατί αυτός ο άντρας που τόσο ξαφνικά την πλησίασε και εισέβαλε στη μοναχική καθημερινότητά της, είχε δώσει αμέτρητες μάχες για να κερδίσει κάθε εκατοστό του κορμιού της, κάθε χιλιοστό… και σε κάθε μάχη, άοπλη του παραδινόταν, του έδινε η ίδια οικειοθελώς στα χέρια τις ασπίδες της. Και πάνω του αφηνόταν να είναι το κοριτσάκι που τόσο της έλειπε. Αυτό το βράδυ λοιπόν, μετά από μια τέτοια μάχη, που μόνο τα υγρά σεντόνια πρόδιδαν την έντασή της, τα ανάκατα μαλλιά, η μυρωδιά της καύλας στο δωμάτιο και ένα σκισμένο γυαλιστερό χαρτάκι στο πάτωμα, μετά από αυτή τη νύχτα που εκατοντάδες φορές είχαν επαναλάβει από όταν έσμιξαν, του ψιθύρισε γλυκά στο αυτί: “Το παν, μωρό μου, είναι να βγάλεις το προφυλακτικό από την καρδιά”».

Το καμένο τσιγάρο παραλίγο να της κάψει τα ακροδάχτυλα με το περιποιημένο γαλλικό και ο λεκές από τη στάχτη πάνω στο χαρτί, την επανέφερε στο περιβάλλον της. Πέταξε το χαρτί ανοιχτό στο πάτωμα και ήπιε μονοκοπανιά το υπόλοιπο ημίγλυκο.

«Μαλακίες, κούκλα μου» μονολόγησε. Μία απέλπιδα προσπάθεια να αποδεχτεί ότι άμα βγουν τα προφυλακτικά, δε γεννιέται απαραίτητα κάτι καλό. Και ότι συχνά η γύμνια ντρέπεται για την πάρτη της και πλησιάζει τα σκοτάδια για να κρυφτεί. Γιατί μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία που η γύμνια χλευάζεται ως ευάλωτη και το ευάλωτο παρερμηνεύεται ως χειραγωγήσιμο από ορισμένα αρπακτικά. Στάθηκε στη σκέψη των αρπακτικών. Πίστευε ότι είχε ξεμπερδέψει μαζί τους εδώ και κάποια χρόνια. Κάποτε, τα αγκάλιαζε γιατί πολύ αγαπούσαν το αίμα που ανέβλυζε στις πληγές της. Κι όταν αποφάσισε να κάνει το αίμα μύρο και να μοσχοβολήσει, τα αρπακτικά φάνηκε να μένουν πίσω και να ξεμακραίνει η φιγούρα τους στον ορίζοντα του παρελθόντος της. Είχε ξεμπερδέψει πια μαζί τους.

«Μαλακίες, κούκλα μου» μονολόγησε με τον Καρέλια στο στόμα γεμίζοντας ξανά το ποτήρι.

«Σαν αρχάριο εφηβάκι την πάτησες, κούκλα μου».

Οι τελευταίοι μήνες πέρασαν από το μυαλό της σα γρήγορο flashback στιγμών, φιλιών, ποτών, βραδιών μέχρι που άρχισε να δυσφορεί και να αποζητάει κι άλλη δόση του γλυκού οινοπνεύματος που τελευταία της έκανε παρέα. Εκείνες οι μάχες για τις οποίες μίλαγε το χαρτί, εκείνες οι μάχες που συμμετείχε άοπλη, για μια ακόμη φορά είχαν τελικά χαμένο. Γιατί τα λάβαρα ήταν ακριβά και η αναίτια εξαφάνιση του νικητή χωρίς καμία εξήγηση άφησε πίσω λαβωμένους και ερωτηματικά. Και για εκείνο το κοριτσάκι που τόσο της έλειπε, έψαλε για μια ακόμη φορά τον Επιτάφιο θρήνο πριν το βάλει πάλι κάτω από τη γη.

Σηκώθηκε από τον καναπέ, η απαλή ζάλη του κρασιού μούδιασε γλυκά το είναι της και τ’ ακροδάχτυλα με το περιποιημένο γαλλικό πάτησαν το κουμπί του ραδιοφώνου. Άφησε την τυχαιότητα να διαλέξει τις νότες που θα έντυναν τις σκέψεις της. Είχε πολλή εμπιστοσύνη στην τυχαιότητα του μη τυχαίου. Έχοντας ζήσει λίγο λιγότερο από το μισό της προσδοκώμενης ηλικίας της, είχε μάθει πια καλά ότι ό,τι σε συναντάει, κατά βάθος το χρειάστηκες για τους δικούς σου λόγους.

«Όταν κόψουνε τα δέντρα

Θα πεθάνουν τα πουλιά

Που για σένα τραγουδάνε

Κάθε μέρα»

Σκέφτηκε ότι τα πουλιά δεν πεθαίνουν χωρίς κλαδί. Σκέψη που δεν είχε κάνει όταν πρωτάκουσε το άσμα στην μετεφηβεία που μαζί με άλλους φοιτητές στριμωχνόταν στο νυχτερινό κέντρο του πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη. Ρεαλιστική και συνάμα αισιόδοξη σκέψη από αυτές που μόνο τότε έκανε όταν το ουίσκι έρεε άφθονο στις νεανικές της φλέβες, λαμπερές και άγδαρτες τότε, άπειρες από ξυράφια.

«Πόσο ειρωνικό, κούκλα μου» σκέφτηκε, «όταν είχες τα φτερά δε σε προβλημάτισε καν ο στίχος».

Η μελωδία συνέχισε να ξεχύνεται στο σαλόνι.

«Ένα μαντήλι δάκρυα

Κι ένα μαντήλι πόνο

Ας κράταγες κι ας σκούπιζες

Το πρόσωπό μου μόνο»

Με μια αντανακλαστική κίνηση το eyeliner μουτζούρωσε τα μάγουλα βρέχοντας τους καλοβαμμένους καθρέφτες της και νοθεύοντας το κρασί που κρατούσε.

«Μαλακίες, κούκλα μου» σκέφτηκε ρουφώντας μονοκοπανιά το νοθευμένο ημίγλυκο.

«Με λερωμένο μαντήλι δε σκουπίζεις την πληγή. Ρίχνεις οινόπνευμα. Για να μην κακοφορμίσει».

Κατερίνα Αλεξοπούλου

Γιάννης Πλούταρχος – Ένα Μαντήλι – Official Audio Release – YouTube

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

3 σκέψεις για “Αι-θηλυκή αλκοόλη”