Ανόθευτη ευτυχία
Post Views: 5
Έχει πάρει να βραδιάζει πια και για να γεμίσω με κάποιον τρόπο το χρόνο μου πάλι, ψαχουλεύω σε μια παλιά συρταριέρα όπου φυλάμε παλιές φωτογραφίες κι αναμνήσεις άλλων εποχών. Επικρατεί ένα χάος εκεί και σκέφτομαι πως αν κάνω την αρχή, θα με πάρει το ξημέρωμα. Δε βαριέσαι, σκέφτομαι πάλι, αφού δεν μου κολλάει ύπνος ούτως ή άλλως.
Τραβάω και ξεφυλλίζω ένα – ένα τα φθαρμένα από τα χρόνια άλμπουμ, όλο περιέργεια, ώσπου το μάτι μου πέφτει σε ένα πολύ ιδιαίτερο. Το βγάζω κι αυτό προσεκτικά και ασυναίσθητα κάθομαι στο κρεβάτι μου αναπαυτικά για να το μελετήσω. Λες και κάτι μέσα μου, μου έλεγε πως ετούτο θα μου πάρει λίγο περισσότερο χρόνο από όλα τα προηγούμενα.
Στην πρώτη σελίδα, η φωτογραφία ενός ζευγαριού από την ημέρα του Γάμου του. Υποθέτω από το φόντο και μη γνωρίζοντας ποιο ήταν το ζευγάρι, πως είχε τραβηχτεί στο σπίτι του. Η πρώτη μου σκέψη κοιτάζοντάς τους, ήταν το πόσο όμορφοι έδειχναν και οι δύο, όχι όμως με την επιφανειακή έννοια της ομορφιάς. Γύριζα τις σελίδες και παρατηρούσα μία – μία τις φωτογραφίες από τη ζωή τους και ο νους μου άρχισε να ταξιδεύει, δίχως να το θέλω μαζί τους και να ξετυλίγει την ιστορία τους, σαν να τους γνώριζα από χρόνια.
Πόση αγάπη μπορεί αλήθεια να χωρέσει σε δυο δωμάτια, αναρωτήθηκα. Κι όμως. Ο Κωστής και η Μαρουσώ – έτσι έπλασα τα ονόματά τους – ήταν μάλλον η τρανή απόδειξη, πως ακόμα κι όλα τα πλούτη του κόσμου να αποκτήσεις, δε θα μπορέσουν ποτέ αυτά να αντικαταστήσουν την πληρότητα ενός ευτυχισμένου σπιτικού.
Τη γνώριζε σχεδόν από παιδί. Ήταν πάντοτε η σκιά της, ο προστάτης της οικογένειας που η Μαρουσώ έχασε νωρίς. Εκείνη, με τη μάνα και τη μεγάλη της αδελφή, πάλευαν με αξιοπρέπεια να ξεπεράσουν την απώλεια που τις βρήκε και να επιβιώσουν. Τρεις γυναίκες μόνες, σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη, δεμένες όμως και στήριγμα η μία για την άλλη, όπως ακριβώς τις ήθελε να είναι και όπως τις άφησε ο Πατέρας. Εκείνος που έφυγε μεν πολύ νωρίς, μα πρόλαβε να νουθετήσει τις αγαπημένες του κόρες, με τις αξίες του σεβασμού, της ηθικής, της ειλικρίνειας, της ανιδιοτελούς αγάπης και της αξιοπρέπειας. Τίποτα δε φαινόταν πλέον ικανό να μπορεί να σπάσει το δεσμό τους.
Ο Κωστής, σιωπηλός παρατηρητής της για χρόνια. Χάριζε μόνο το αυθόρμητο χαμόγελό του στη μικρή αγαπημένη του Μαρουσώ. Και εκείνη, κάθε φορά, του το ανταπέδιδε δειλά κι έπειτα χαμήλωνε το βλέμμα της από ντροπή. Ήξεραν μέσα τους κι οι δυο, πως κάποια στιγμή θα ‘ρθει για εκείνους, το πλήρωμα του χρόνου. Ένιωσαν από την πρώτη κιόλας φευγαλέα τους ματιά, πως ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Ήταν μαθημένοι στις δυσκολίες, βλέπεις. Η ζωή και η μοίρα όμως, φρόντισαν να τους εφοδιάσουν με δύναμη και υπομονή για να ανταμειφθούν λίγο αργότερα.
Ο χρόνος κυλούσε και η Μαρουσώ μεταμορφωνόταν από το άγουρο κοριτσούδι που γνώρισε ο Κωστής, σε μια όμορφη καλοσχηματισμένη νεαρή γυναίκα. Τα βλέμματα και τα χαμόγελα μεταξύ τους τώρα πια πολλά μα όχι φευγαλέα. Το πρώτο τους φιλί δεν άργησε λοιπόν να ‘ρθει κι έγιναν πια αχώριστοι.
-Σύντομα κορίτσι μου, θα είμαστε μαζί. Την Κυριακή, θα έρθω να σε ζητήσω από τη μάνα σου και μόλις γυρίσω από το ταξίδι, θα παντρευτούμε.
Τα μάτια της Μαρουσώς έλαμψαν και η ευτυχία ξεχείλιζε πλέον από μέσα της. Έτρεξε να ανακοινώσει τα χαρμόσυνα νέα στη μάνα της. Η κυρά Μελπομένη, άνθρωπος που έζησε την αγάπη με τον πατέρα της Μαρουσώς, άκουσε προσεκτικά τη μικρή της κόρη, την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε μονάχα ένα πράγμα.
– Τον αγαπάς κόρη μου;
– Ναι Μάνα! Γεννηθήκαμε για να είμαστε μαζί. Όπως ακριβώς εσύ κι ο πατέρας.
Η μία χάθηκε στην αγκαλιά της άλλης κι έκλαιγαν κι οι δυο από χαρά.
Η Κυριακή ξημέρωσε μα κανείς τους δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί από τη λαχτάρα. Όλα ήταν έτοιμα. Φτωχικά μεν, αλλά έτοιμα. Ο Κωστής, έφτασε στο σπιτικό της αγάπης του, στάθηκε για λίγο μπροστά στην παλιά πόρτα, έφτιαξε το σακάκι του και τα τριαντάφυλλα της ανθοδέσμης, πήρε μια βαθιά ανάσα και τη χτύπησε. Τον υποδέχτηκε χαμογελαστή η αδερφή της Μαρουσώς και πέρασαν και οι δύο μέσα.
-Δεν έχω πολλά κυρά Μελπομένη μου, ένα πράγμα όμως μπορώ να σου το ορκιστώ αντρίκια. Την κόρη σου θα την αγαπώ, όπως ξέρω ότι αγάπησε κι εσένα ο κυρ Στέφανος. Την αγάπη σας τη «ζήλευα» από παιδί. Εγώ γονείς βλέπεις δε γνώρισα, τους έχασα πολύ μικρός, μα κάπως έτσι τη φανταζόμουν πάντα την αγάπη. Θέλω τη Μαρουσώ γυναίκα μου λοιπόν να κάνω. Τα μάτια της, τα ξεχώρισα ανάμεσα σε τόσα, απ’ όταν ήταν ακόμα μικρό κορίτσι και θα’ θελα τώρα να σας εξομολογηθώ και κάτι ακόμη. Ο κυρ Στέφανος, ο άντρας σου κυρά – Μελπομένη μου, λίγο καιρό πριν «φύγει», ετούτο μου’ χε πει: «Σαν φτάσει η ώρα να ντυθεί το στερνοπούλι μου νυφούλα Κωσταντή, εσένα μόνο θα ‘θελα γαμπρό, μπαγάσα μου να κάνω!» Έχω την ευχή του από τότε κυρά Μελπομένη μου, μένει πια να με τιμήσεις και με τη δική σου.
Η ευχή φυσικά δόθηκε, ο Κωστής ταξίδεψε για δύο μήνες και η Μαρουσώ, η Ισμήνη, η μεγάλη της αδελφή και η κυρά – Μελπομένη, ανέλαβαν να στήσουν το σπιτικό που θα στέγαζε το νέο ζευγάρι. Φτωχικό πολύ μεν, μα όλο καμωμένο με αγάπη. Όλα πήγαν κατ’ευχήν. Ο Κωστής επέστρεψε, ο Γάμος έγινε και η χαρά κι η συγκίνηση από όλους μεγάλη!
Το μικρό, φτωχικό κουτουκάκι τους, δεν άργησε να γεμίσει από παιδικά γέλια και φωνούλες. Πέντε κουτσούβελα συμπλήρωσαν την ευτυχία του Κωστή και της Μαρουσώς που έμενε σταθερή κι αναλλοίωτη στο χρόνο και τις δυσκολίες. Αυτές τους έδεναν περισσότερο άλλωστε, γιατί δεν τις φοβήθηκαν ποτέ. Οι Κυριακάτικές τους βόλτες ατέλειωτες, με τα παιδιά να χαλάνε τον κόσμο από τα γέλια τους, πάνω στο αυτοσχέδιο τρίκυκλο του Κωστή, και τα αγόρια να τσακώνονται ποιο θα πρωτοκαθίσει στο τιμόνι.
Η ώρα περασμένη. Κλείνω το άλμπουμ, τελειώνω το νοερό μου ταξίδι κι αναρωτιέμαι ξανά με ένα παράπονο μέσα μου, τι είναι ευτυχία τελικά…
Αυτό που ένιωθαν ο Κωστής και η Μαρουσώ, είναι ευτυχία. Τα μάτια τους που «μίλησαν» από την πρώτη στιγμή, είναι ευτυχία. Η Υπομονή, που θέριεψε την προσμονή και τον έρωτά τους, είναι ευτυχία. Οι δυσκολίες που ατσάλωσαν και θωράκισαν την Αγάπη τους, είναι κι αυτές ευτυχία. Τα παιδικά γέλια και οι φωνές που επισφράγισαν τη δύναμή της, είναι σίγουρα ευτυχία. Οι όρκοι που δεν κουράστηκαν ποτέ να αποδεικνύονται μέρα με την ημέρα, αυτό ναι, είναι ευτυχία ανόθευτη και ίσως τελικά να είναι και η μεγαλύτερη όλων… μα το παράπονο έμεινε μέσα μου να σιγοψιθυρίζει, το γιατί τελικά ψάχνουμε κι αναλωνόμαστε σε λάθος μονοπάτια κυνηγώντας την!
Μαρία Μαραγκού
Post Views: 5