Παράξενη πόλη
Ήταν παράξενη η πόλη. Μία ανηφόρα γκρι. Μία απάτητη ανηφόρα, μοκέτα έδειχνε σαν να γεννιόταν εκείνη τη στιγμή, κάθε φορά. Ούτε ένα χνάρι δεν έμενε σαν την ανέβαινες. Ο ήλιος κοντοκουρεμένος, με ένα πληγωμένο φως το οποίο δεν μπορούσε να απλωθεί. Μόλις το κοιτούσες έχανες τα μάτια σου. Σε τύφλωνε.
Πού να σε δω; Όλο έφευγα, ήμουνα στο σκοτάδι. Τα βράδια προσευχόμουν να ξυπνήσω και τα μαλλιά του ήλιου να έχουν μακρύνει. Να φυσάει δυνατά να ανεμίσουν και να απλωθεί παντού η Φέξη. Μα αυτός ο ήλιος ήταν τόσο φλώρος που καθόταν και του ξύριζαν το κεφάλι τα σύννεφα. Ή, Ίσως ήταν ένα μασκαρεμένο φεγγάρι που πούλαγε ελπίδα. Ήταν παράξενη η πόλη… Πού να σε δω;
Maria Klapsa