Πολλοί οι Ιούδες, λίγα τα αργύρια

 

 

 

Πλησιάζοντας προς τη Μεγάλη Εβδομάδα, την εβδομάδα των Παθών, αναλογίζεται κανείς πως μέσα από το βίο του Θεανθρώπου, όπως τον διαβάζουμε κάθε βράδυ στο Ιερό Ευαγγέλιο, αναδύονται και οι αρετές, αλλά και οι δοκιμασίες που συναντάμε στη ζωή. Αρχή και τέλος όλων η αγάπη, η μέγιστη των αρετών που είναι σημαία της διδασκαλίας, κάθε θρησκείας που έχει στο επίκεντρο τον άνθρωπο και το καλό του.

Δυστυχώς, όμως, οι δοκιμασίες κάνουν περισσότερο θόρυβο, και ανοίγουν βαθιές πληγές. Χαρακτηριστικότερη όλων η προδοσία.

Πόσες και πόσες φορές είπες «εγώ άλλη φορά δεν ξαναδίνω, δεν ξαναδίνομαι, δεν ξαναεμπιστεύομαι, θα κρατάω πισινή, δε θα ανοίξω όλα μου τα φύλλα..!»

Πόσες και πόσες φορές την επόμενη ακριβώς στιγμή αυτοαναιρέθηκες.

Ξέχασες την επιτηδευμένη σκληρότητα, στην οποία υποχρέωσες τον εαυτό σου, και πάλι αγάπησες, πάλι εμπιστεύθηκες, πάλι πίστεψες, πάλι δόθηκες, πάλι προδόθηκες.

Από εκείνη τη φίλη, που λογάριαζες για αδερφή σου, που της έδωσες τη θέση της αδερφής σου στο οικογενειακό τραπέζι και το κρεβάτι και το δωμάτιό της, που η μάνα σου της έστελνε φαγητό και την περιποιόταν πιο πολύ από εσένα όταν τη φιλοξενούσες. Εκείνη που την οικογένεια που την έμπασες κρυφά τη ζήλευε, εκείνη που μια μέρα των ημερών, από μια αφορμή ασήμαντη κατάλαβες πως λογάριαζε το οικογενειακό σας τραπέζι σαν απλά «τσάμπα φαγητό» και το εξοχικό σου σπίτι σα «δωρεάν διακοπές», αυτή που μετά από λίγο έκανε τα εν οίκω σου, εν δήμω.

Από εκείνο το συνάδελφο που τον καλωσόρισες στη δουλειά, του έμαθες τα κατατόπια, του έλυσες κάθε απορία, τον παρουσίαζες σε κάθε γεύμα και καθόσουν δίπλα του για να μη νιώσει αμήχανα μπροστά στους άλλους συναδέλφους. Αυτόν που τον δικαιολόγησες στον προϊστάμενο για το λάθος του, αποδίδοντάς το στην κάθε αρχή που είναι δύσκολη. Αυτόν που όταν άρχισε πια να μιλά μόνος και με περίσσιο θάρρος με τον προϊστάμενο, κατάλαβες αργά κάπως ότι κουραζόταν πολύ, έσκαβε λάκκους.

Από εκείνο τον άντρα που στάθηκες μπροστά του με γυμνό όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή σου, και είδε όλες τις πληγές, όλες τις δυσμορφίες, κατάλαβε τα δυνατά αλλά και τα τρωτά σου σημεία. Αυτόν που γεύτηκε τους καρπούς του αυτοτροφοδοτούμενου έρωτά σου, μα που χόρτασε γρήγορα, αυτόν που σ’ άφησε ακόμη να δίνεις, να ελπίζεις, να ονειρεύεσαι, ενώ είχε βγει από το συννεφάκι, κι έπαιζε σε άλλα όνειρα με άλλες καρδιές.

Από εκείνη τη γνωστή που συμμερίστηκες το πρόβλημά της, πίστεψες το δράμα που σου πούλησε , κι άνοιξες την καρδιά και το πορτοφόλι σου, όχι πώς σου περίσσευαν, αλλά να, ο καθένας κρύβει μια μητέρα Τερέζα, που οι απατεώνες αποκαλούν κορόιδο και πίνουν στην υγειά της. Δεν είναι το κορόιδο τυφλό, απλά οι απατεώνες δεν έχουν κέρατα και δεν ξεχωρίζουν. Αλλιώς θα ήταν ερασιτέχνες.

Από εκείνους τους ομοαίματους, αυτούς που δεν τους διάλεξες, αλλά θαρρούσες πως η κοινή ρίζα είναι δεσμός άσπαστος, κι ούτε μπορούσες ποτέ να φανταστείς ότι ρίζες έβγαζε ο φθόνος, η απύθμενη κακία, ο συμπλεγματισμός και η τοξικότητά τους.

Λίγα τα παραδείγματα, η προδοσία έχει πολλές μορφές, παίρνει εκφράσεις χίλιες, την τρέφεις άθελά σου σε δείπνα μυστικά και τελικά εκεί που δεν το περιμένεις σε δηλητηριάζει.

Πολλοί οι Ιούδες και λίγα τα αργύρια, δε φτάνουν για όλους!

Πολλοί οι Ιούδες και ξεπουλιούνται όσο όσο, όχι για τριάκοντα, αλλά για είκοσι, για δέκα, για πέντε λεπτά φτηνής και φιγουρατζίδικης δημοσιότητας, για τη ρεκλάμα μιας πανικοβλημένης και μίζερης ζωής.

Πολλοί οι Ιούδες, μικρά τα μάγουλα!

Και δε φιλάνε πια υπέροχα, ούτε αυτή την τέχνη δεν έχουν.

Πολλοί οι Ιούδες, αλλά ουδείς απήγξατο. Καμία τσίπα πια, καμία αιδώς, καμία ενοχή.

Περιφέρουν με καμάρι τη μάταιη ύπαρξή τους, γελούν και κομπορρημονούν για τη σύμπραξή τους στη συμμορία των ρουφιάνων.

Πολλοί οι Ιούδες και ούτε έναν αγρό του Κεραμέως δεν κατάφερε να «ξεπλύνει» η βρωμιά της προδοσίας τους.

Πολλοί οι Ιούδες και ψάχνεις με το κιάλι να βρεις τον Ιωάννη, το πολύ πολύ κανέναν Πέτρο να συναντήσεις, που πριν αλέκτωρ λαλήσει, τρεις φορές θα σ’ αρνηθεί.

Πολλοί οι Ιούδες, αλλά η αγάπη νικά πάντα την προδοσία, σου δίνει δύναμη στο σταυρό, καταδικάζοντας τους Ιούδες στη λήθη του κόσμου με το στίγμα της ρουφιανιάς.

Ανθή Γεώργα

 

About Ανθή Γεώργα

Γεννήθηκα στην Αθηνα, παιδί της γενιάς του 80, όταν μεσουρανούσαν η ντίσκο, το μαλλί αφανα και τα κόκκινα αυτοκίνητα. Σ αυτή τη γιγαντουπολη μένω και το απολαμβάνω, έχοντας πάνω μου ασβηστα τα σημάδια απο τις επιρροές της επαρχίας. Δύο γονείς, δύο ιδιαίτερες πατρίδες, ατελείωτα καλοκαίρια, έχω ζήσει το ένα τρίτο της ζωής εκεί. Εργάζομαι ως δικηγόρος, διαβάζω νόμους, τους ερμηνεύω, τους χειρίζομαι, τους χρησιμοποιώ σαν εργαλείο της δουλειάς. Όπως και το λόγο άλλωστε.. Σκέφτομαι με λέξεις, εκφράζομαι με αυτές και όταν δε γράφω δικόγραφα, τις κάνω προτάσεις μήπως και μπορέσω να ερμηνεύσω τους ευμεταβλητους νόμους της ζωής.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει