Τελικά, κανείς μας δεν ήξερε
Δε σκέφτηκα ποτέ μου να κάνω τατουάζ. Από μικρό ακόμη, με έβρισκε αντίθετο οποιουδήποτε είδους αξεσουάρ. Λίγο οι αυστηρές αρχές με τις οποίες ήμουν μεγαλωμένος, λίγο το γεγονός ότι τους στιγματισμούς αυτούς τους θεωρούσα μια επιτηδευμένη προσπάθεια να αντλήσει κανείς λίγο ενδιαφέρον από τον υπόλοιπο κόσμο γεμίζοντας έτσι την άδεια του ζωή, συνετέλεσαν στο να εναντιωθώ από νωρίς σε τέτοιες πρακτικές. Ιδιαίτερα δε εκείνους που αποτύπωναν κάτι σημαντικό για αυτούς σε περίοπτη θέση του σώματός τους και στη συνέχεια αρνούνταν να εξηγήσουν τι σήμαινε αποδίδοντας το λόγο στην ανάγκη τους για ιδιωτικότητα, τους αντιμετώπιζα ανέκαθεν με νευρικό γέλιο και όχι με κατανόηση.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πρώτη φορά που διαγράφηκε στην πλάτη σου η φράση: “Ποτέ δεν ξέρεις.” Δε σε ήξερα καλά βλέπεις. Δε μου είχες πει τίποτα για το τατουάζ σου αυτό και ιδιαίτερα τη στιγμή εκείνη απέσπασε την προσοχή μου ακαριαία. Χαμογέλασα λοιπόν ειρωνικά και σκέφτηκα πως είχες βρει κι εσύ τον τρόπο να πλασάρεις έναν εαυτό πιο ψαγμένο στον έξω κόσμο.
Λίγους μήνες μετά, θυμάμαι την ίδια φράση να φιγουράρει περίτεχνα στην φωτογραφία εξωφύλλου του προφίλ σου, σε κάποιον από τους πολλούς λογαριασμούς που διατηρούσες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κατάλαβα ότι αυτή τη φορά επρόκειτο για ένα μήνυμα του οποίου ο αποδέκτης ήμουν εγώ, και από αντίδραση και μόνο το προσπέρασα σαρκαστικά. Τότε μάλιστα, ήταν η δεύτερη φορά που με θυμάμαι να σε ειρωνεύομαι.
Ο καιρός πέρασε κι εμείς μεγαλώσαμε. Χάσαμε το δικαίωμα να αποδίδουμε ανωριμότητες και λάθος χειρισμούς στο νεαρό της ηλικίας μας και οποιοσδήποτε πέρασε από τη ζωή μας έκτοτε, έμεινε ή έφυγε κρίνοντας από τα πεπραγμένα μας και όχι από τις ταμπέλες που οι ίδιοι κρεμάσαμε στους εαυτούς μας. Ήρθαμε αντιμέτωποι με τα λάθη μας και καταλάβαμε πως το μελάνι της ζωής όχι μόνο είναι ισχυρότερο από οποιοδήποτε άλλο, άλλα υπάρχουν και περιπτώσεις που τα γραφόμενά του δεν αλλοιώνονται και δεν παραφράζονται.
Από τότε, άλλαξαν πολλά. Εγώ, εσύ, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γνωριστήκαμε και μαζί με αυτές άλλαξε κι εκείνη σου η φωτογραφία. Αντικαταστάθηκε λίγα χρόνια αργότερα από μια άλλη, στην οποία εσύ αγκαλιά με ένα πανέμορφο αγοράκι και τις όποιες σου επιλογές συμπληρώνετε ένα εξωτικό παραθαλάσσιο φόντο που ποτέ δεν μπόρεσα να προσδιορίσω.
Δεν ξέρω το τατουάζ εκείνο με την αγαπημένη σου ρήση τι απέγινε. Ξέρω όμως ότι αν και παρέμεινες το ίδιο όμορφη, μοιάζεις πολύ περισσότερο στο σοβαρό και συνειδητοποιημένο κορίτσι για το οποίο πάσχιζες να πείσεις. Αψευδείς μάρτυρες αυτού, είναι οι πρώτες εκείνες ρυτίδες που τόσο βάναυσα χαρακώθηκαν στις άκρες των χειλιών σου και προδίδουν πως τελικά η φράση αυτή που με τόση ευκολία εκτόξευες κάθε φορά που ξέμενες από επιχειρήματα, σου έγινε βίωμα.
Από την άλλη, εγώ, φύσει ειρωνικός και παρορμητικός, έμαθα να σέβομαι το χρόνο που περνά και να αφήνω εκείνον να δικάσει και να καταδικάσει. Αποστασιοποιημένος πια από κάθε είδους εμπάθεια, συνήθισα να πορεύομαι επουλώνοντας τα δικά μου τραύματα, που έμειναν να μου θυμίζουν πως τα όνειρα κοστίζουν και οι επιλογές πληρώνονται. Έμαθα να τιθασεύω απλήρωτα πάθη και δαίμονες που έμειναν μισοί, γιατί από τα ρίσκα όλα, τελικά πονούν περισσότερο όσα δεν πήραμε ποτέ.
Χατζηκυριάκου Παντελής