Το τσίρκο
“Σήμερα έχουμε γιορτή!”
Αναφώνησαν όλοι και τα πάντα άστραφταν τριγύρω από χρυσόσκονη. Οι αρλεκίνοι έκαναν τα νούμερά τους, οι ταχυδακτυλουργοί τα κόλπα τους, οι κλόουν γελαστοί και χαρούμενοι κάνανε αστεία. Οι κοπέλες με τα εντυπωσιακά κοστούμια λικνίζονταν με λαγνεία, το κρασί έρεε, γέλια δυνατά αντιχούσαν, όλοι χόρευαν εκστασιασμένοι, ξέφρενα, παραδομένοι στο υπέρτατο γλέντι. Λέξεις λέγονταν, λέξεις γράφονταν, άλλες φώλιαζαν δειλά σε τραγούδια και άλλες άναρχα τρύπωναν σε στερημένα αυτιά.
Ένας κρότος ακούστηκε.
“Σήμερα έχουμε κηδεία!”
Αναφώνησαν όλοι και τα πάντα μαυρίσανε. Οι αρλεκίνοι τρέχαν φοβισμένοι, οι κλόουν έβγαζαν άναρθρες, τρομακτικές και απόκοσμες κραυγές, οι κοπέλες με τα εντυπωσιακά κοστούμια σκούπιζαν τα δάκρυα από τα μακιγιαρισμένα τους μάτια. Δεν έρεε πια κρασί αλλά αίμα. Το αίμα από τις λέξεις που προσπάθησαν να το σκάσουν από στόματα με έπαρση, από τα αυτιά τα στερημένα, από τις πένες που γράφανε ψέματα, από χείλη που πλέκανε εγκώμια. Οι ταχυδακτυλουργοί δεν μπορούσαν να κάνουν κόλπα τώρα με τις λέξεις αφού αυτές ψυχοραγούσανε.
Το τσίρκο είχε κλείσει. Οι λέξεις τελικά δεν τα καταφέρανε. Οι ψυχές επίσης. Ενας λυπημένος ζογκλέρ στο βάθος μάζευε κομματιασμένες υποσχέσεις.
Εύα Κοτσίκου