Η ζυγαριά
Σύμβολο που κουράστηκα να βλέπω.
Σε κάρτες επαγγελματικές, σε ταμπέλες, σε προθήκες.
Ποτέ δεν ήθελα να βάλω στη δική μου κάρτα αυτή τη μπακαλίστικη κλασικουριά.
Ποτέ δεν κατάλαβα, άλλωστε, γιατί οι συνάδελφοι μου την προτιμούν.
Οι δικαστές, έπρεπε, να βγάζουν κάρτες με σύμβολο τη ζυγαριά.
Αυτοί καλούνται να αποφανθούν, να πουν ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, ή ποιος έχει περισσότερο δίκιο από κάποιον άλλον.
Αυτοί σταθμίζουν τα συμφέροντα και «επιλύουν» με όποιο τρόπο τις διαφορές.
Οδηγός και μπούσουλάς τους οι νόμοι. Αυτοί που γράφτηκαν, και θεσπίστηκαν κατόπιν ζυγιάσματος και πάλι.
Ένα ζύγιασμα που παραλλάσσει με το χρόνο, καθώς οι αξίες αλλάζουν.
Η ζυγαριά με τα δράμια. Η γιαγιά μου είχε μία τέτοια.
Κάθε φορά που αγόραζε κάτι από έναν πλανόδιο οπωροπώλη, βιαζόταν να πάει να το ζυγίσει στη δική της ζυγαριά, προτού φύγει αυτός, μην τυχόν και την έχει γελάσει.
Γιατί είχε καταλάβει φαίνεται από πολύ νωρίς πως το ζύγι προκαλεί στροφές, τροπές, κινήσεις κι αποφάσεις.
Κι ύστερα ήρθε η ζωή… κι έφερε τόσα διλήμματα και ερωτήσεις που θα’ θελες να χες πάντα τη γιαγιά και τη ζυγαριά να σου δίνει απαντήσεις.
Να μείνω ή να φύγω;
Να συγχωρήσω ή να απορρίψω;
Να ξεχάσω ή να μείνω εδώ να εκδικηθώ, να τιμωρήσω;
Τα λεφτά μου ή η ζωή μου;
Η σιγουριά μου ή η χαρά μου;
Μιας ώρας ελεύθερη ζωή ή σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή;
Κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα…
Αμέτρητα τα ερωτήματα και τα διλήμματα.
Και βρίσκεσαι κάθε τρεις και λίγο στο τρίστρατο σαν τον Οιδίποδα χωρίς να ξέρεις ποιο δρόμο να πάρεις, ποιος δρόμος θα σε κάνει τραγικό.
Της αρετής; Της κακίας; Ή της ειμαρμένης;
Και τότε ψάχνεις μέσα σου τη ζυγαριά.
Κι άλλοτε τη βρίσκεις στο κέντρο της κεφαλής σου, εξοπλισμένη με δράμια τετράγωνης λογικής και συμβατικότητας.
Κι άλλοτε τη βρίσκεις θρονιασμένη στην καρδιά.
Κι άλλοτε κάπου στη μέση να μην ξέρεις τι να κάνεις.
Να γέρνει από τη μία ο δίσκος με τα κεκτημένα σου, η καθωσπρέπει εικόνα σου, τα κυβικά της σιγουριάς, η ήσυχη συνείδησή σου, η επιβληθείσα φυλακή σου με τα βαριά σίδερα, αυτή που μπήκες μέσα, κλείδωσες και πέταξες απ’ έξω το κλειδί.
Κι από την άλλη, στον άλλο δίσκο το πουπουλάκι σου, όμορφο και απαλό, στολίδι σκέτο, έρχεται και φεύγει με τον άνεμο, σε χαϊδεύει, σε γαργαλάει, σε νανουρίζει, σε κάνει να ονειρεύεσαι, μπορείς να το πιάσεις και να το κάνεις δικό σου, να το χωρέσεις στην αγκαλιά σου, να γίνει στα χέρια σου αυτό το μόνο που επέλεξες, το μόνο δικό σου.
Μα τι βάρος να έχει ένα πουπουλάκι; Άντε να μεγαλώσει από την αγάπη σου και να γίνει φτερό.
Βάλε του και τ’ άλλα δράμια δίπλα και θα δεις πού θα σε πάει το πουπουλάκι σου.
Βάλε το όνειρο απέναντι από το συμβιβασμό.
Βάλε την ηδονή απέναντι από τη γλυκανάλατη μιζέρια.
Βάλε τον ορίζοντα απέναντι από τη στενωπό σου.
Βάλε την εικόνα σου λίγο πριν το τέλος της ζωής σου.
Βάλε τα δύο «αν» και φτιάξε τα σενάρια και δες πού θες να πας.
Τώρα πες μου, ποιο είναι πιο βαρύ, το σίδερο ή το πουπουλάκι σου;
Ανθή Γεώργα