13 Σεπτεμβρίου 2019
Share

Χαμένη στις σκέψεις της

Post Views: 5

Μπήκε στο αμάξι της με διάθεση που της προέτρεπε το αντίθετο. Έσερνε τα βήματά της. Οι κινήσεις της αργές, νωχελικές. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα της και έβαλε μπρος τη μηχανή. Βολεύοντας τον κεντρικό καθρέφτη του αυτοκινήτου, τον γύρισε για λίγο προς το μέρος της, κοιτάζοντας το είδωλό της. Οι στρώσεις μεικ απ δεν είχαν καταφέρει να καλύψουν τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια της. Τον επανέφερε στη σωστή του θέση και ξεκίνησε.

Έκλεισε και τη μουσική. Ήθελε να μείνει με τις σκέψεις της, να σουλατσάρουν στο μυαλό της, χωρίς να τις εμποδίζει κανένας ήχος, πέρα από αυτόν του αυτοκινήτου που κινούνταν. Δεν ήθελε τίποτε ανάμεσα σ΄εκείνη και σ΄αυτές, καθώς όλες τους ενσάρκωναν εκείνον. Αποζητούσε λίγο παραπάνω χρόνο μαζί του κι ας ήταν ένα σύννεφο, μια απουσία που πλέον την πονούσε. Ήξερε ότι θα ήταν έτσι. Μια σύντομη συνάντηση. Ένα πάθος που έψαχνε καιρό τώρα τον αποδέκτη του κι ας κρατούσε λίγο, όσο και η συνεύρεση τους. Από κει κι έπειτα θα ξεκινούσε η αδημονία της επόμενης συνάντησης, έχοντας θάψει και οι δυο «κάρβουνα αναμμένα στη στάχτη της φωτιάς τους».

Γεμάτη λοιπόν η σκέψη της από εκείνον. Ζούσε λεπτό προς λεπτό το κοντινό της χθες. Πόσο όμορφος! Κι αυτά τα μάτια του, κατάμαυρα, γεμάτα φλόγα και πάθος για κείνη. Σκέφτονταν τα χείλη του. Αναζητούσαν λαίμαργα τα δικά της, όλη την ώρα που σφίγγοντας την στην αγκαλιά του, της χάριζε ένα έρωτα τρελό, αλήτικο, πρωτόγνωρο για εκείνη. Πόσο δύσκολος ήταν και για τους δυο ο αποχωρισμός τους. Πίστευε πως ήταν η αδύναμη της υπόθεσης, μα γελάστηκε. Κι εκείνος δεν ήθελε να την αφήσει από την αγκαλιά του. Έπρεπε όμως. Για λίγο, για πολύ; Ποιος ξέρει; Η ανάμνηση του τελευταίου του φιλιού την έκανε για άλλη μια φορά να ριγήσει. Κι αυτό την πόνεσε συνάμα.

Συνέχισε να οδηγεί αργά. Ήθελε, πριν επιστρέψει στην καθημερινότητά της, να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της, ελπίζοντας να μην αργήσει πολύ η στιγμή που θα την ξαναχάσει ανάμεσα στα χέρια του.

Λίνα Κατσίκα

Post Views: 5

About Λίνα Κατσίκα

Από μικρή θυμάμαι τον εαυτό μου με ένα τετράδιο πλάι στο μαξιλάρι μου να το γεμίζω, πριν ο ύπνος καλύψει τα μάτια μου, με γράμματα,ζωγραφιές,χαμόγελα ή δάκρυα. Πάντα οι λέξεις αποτελούσαν το καταφύγιό μου. Με αυτές μοιραζόμουν τις χαρές μου, τα όνειρά μου, τις σκέψεις μου και σ' αυτές κατέφευγα όταν φουρτούνιαζε η ψυχή μου κι έψαχνα ηρεμία. Μου έχουν κρατήσει συντροφιά σε ώρες μοναξιάς και εσώτερης αναζήτησης, με έχουν ταξιδέψει. Μεγάλωσα και το τετράδιο παραμένει στο μαξιλάρι πλάι μου. Μόνο που όσα πλέον σημειώνω εκεί τα μοιράζομαι και με άλλους ανθρώπους που διαβάζοντάς τα ακουμπούν πάνω τους τη δική τους ψυχή κάνοντάς με να νιώθω πως εκεί έξω υπάρχει ακόμη αγάπη,ζεστασιά, μεγαλείο ψυχής.....

Μπορεί επίσης να σας αρέσει