Δεν είναι χόμπι η οικογένεια

Δεν είναι χόμπι η οικογένεια. Είναι πλήρης αγάπη και αφοσίωση ζωής. Είναι η μελαγχολία των γιορτών που σε αρκετούς από εμάς βιώνεται πιο έντονα. Είναι η εποχή που το αίσθημα της απώλειας αγαπημένων προσώπων είναι πιο έντονο από τότε.
 
Η φυσική απουσία, ιδίως ενός γονέα, είναι κάτι που δεν αναπληρώνεται ποτέ. Απλά συμβιβάζεσαι και η ζωή με τις καθημερινές ασχολίες μαλακώνει τον πόνο και κάπως έτσι συνεχίζεις. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που απουσία ενός γονέα βιώνεται μετά από ένα χωρισμό;
 
Ο βίαιος και αναγκαστικός αποχωρισμός που καλείται ένα παιδί να κατανοήσει, να δεχτεί και να λειτουργήσει; Πώς μπορείς να εξηγήσεις σε ένα παιδί όταν σε ρωτάει με δάκρυα στα μάτια και με την παιδική αθωότητά, αν έκανε κάποια σκανδαλιά και ο μπαμπάς ή η μαμά τον τιμωρούν με την απουσία του-της;
 
Πόση υποστήριξη χρειάζεται αυτό το παιδί για να μπορέσει να βγει με όσο το δυνατόν λιγότερα απωθημένα από αυτό, για να μπορέσει να έχει μια φυσιολογική ενήλικη ζωή; Ιδίως αν αυτός που έφυγε, ανήκει στην κατηγορία που περίμεναν με ανυπομονησία πότε θα απαλλαγούν από αυτό το “βάρος”,  και φεύγουν χωρίς να ασχοληθούν ξανά με τα παιδιά τους.
 
Άνθρωποι ανώριμοι που είδαν τη δημιουργία μιας οικογένειας σαν κάτι απλό. Σαν χόμπι. Μια φυγή και τέλος οι υποχρεώσεις για αυτούς. Μια παραμονή πίσω και πολλά προβλήματα για εκείνους που μένουν πίσω.
 
Μόνο ο γονέας να παλεύει καθημερινά για να τα βγάλει πέρα, βάζοντας τη ζωή του και τις ανάγκες του στο περιθώριο, με κοινωνική αδιαφορία και καμία υποστήριξη, και παιδιά να μεγαλώνουν απότομα. Να αναγκάζονται να ενηλικιωθούν ξεχνώντας την παιδική ηλικία γιατί πρέπει να συνεισφέρουν στην οικογένεια πιάνοντας δουλειά, και σε αρκετές περιπτώσεις παρατώντας και τις σπουδές τους.
 
Παιδιά που ενηλικιώνονται στα χρόνια με τον πιο σκληρό τρόπο. Ξέρουν πολύ καλά την έννοια της απόρριψης πριν γνωρίσουν την έννοια της αποδοχής. Ρωτάνε να μάθουν τι είναι η αγάπη κι αν πάντα πονάει τόσο πολύ, γιατί η δική τους αγάπη που ένιωσαν για το γονιό που έφυγε, έγινε αγκάθι στη ψυχή τους.
 
Και φοβούνται. Πώς να εμπιστευτούν; Νύχτες που άκουγαν ένα βουβό κλάμα από την κάμαρα των γονιών τους, τους σκλήρυναν. Πέτρωσαν. Ίσως και να ορκίστηκαν πως ποτέ δε θα αγαπήσουν. Ποτέ!
 
Η μέγιστη προδοσία ήρθε από αυτόν που τους έφερε στη ζωή. Ποιος λοιπόν θα είναι αυτός που θα καταφέρει να διώξει τη σκουριά από την καρδούλα τους. Γιατί το έχουν ανάγκη. Έχουν ανάγκη αυτήν την αγκαλιά που μόλις τους κλείσει μέσα θα ξορκίσει το κακό. Θα λύσει την αλυσοδεμένη τους ψυχή. Γιατί δεν πήραν αγάπη, αλλά έχουν τόσο απόθεμα μέσα ανόθευτο, αγνό.
 
Έχουν ανάγκη να ακούσουν: “Σε αγαπώ, είμαι εδώ για σένα”. Το έχουν ανάγκη… Το έχω ανάγκη… Μέρες γιορτής που έρχονται, ας πούμε ένα σ’ αγαπώ παραπάνω λοιπόν, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είναι αρκετό. Κάποιοι ίσως να είναι και η πρώτη φορά που θα το ακούσουν στις Άγιες μέρες. 
 
Ιωάννα Νικολαντωνάκη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *