Πέντε λεπτά

Της Ράνιας Σιαμορέλη
 
Πού είσαι;
– Έρχομαι. Σε πέντε λεπτά είμαι εκεί. Σταμάτησα για καφέ. Θέλεις να σου πάρω κάτι;
– Όχι, ευχαριστώ. Σε περιμένω, εδώ, μπροστά στα άλογα.
– Έγινε.
 
Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Μασουλούσα λαίμαργα το κρύο σάντουιτς που αγόρασα από το μαγαζί στη γωνία και κοιτούσα αφηρημένη γύρω μου. Εκατοντάδες περαστικοί με προσπερνούσαν βιαστικοί. Άλλοι μιλούσαν στο κινητό. Άλλοι σκυθρωποί με το βλέμμα χαμηλωμένο, κενό. Άλλοι αγχωμένοι, σαν να έτρεχαν να προλάβουν κάτι. Με προσπερνούσαν και δεν παρατηρούσαν τίποτα γύρω τους. Έτσι περνούσα κι εγώ συνήθως από αυτό το δρόμο, σχεδόν καθημερινά. Ποτέ δεν έδινα σημασία τι συμβαίνει εκεί, μπροστά μου. Τώρα όμως είχα πέντε λεπτά. Πέντε ολόκληρα λεπτά να μείνω εκεί. Ακίνητη. Να περιεργαστώ τον κόσμο γύρω μου.
 
Το μάτι μου έπεσε στο υπέροχο γλυπτό που δέσποζε στη μέση της πλατείας. «Τα άλογα» όπως τα αποκαλούσαμε συνήθως όταν δίναμε κάποιο ραντεβού ή οδηγίες σε κάποιον που ήθελε να έρθει στο γραφείο μας. «Περνάς τα άλογα και στο αμέσως επόμενο στενό στρίβεις δεξιά.» Στεκόμουν και τα παρατηρούσα. Ήταν τόσο ζωντανά! Νόμιζες πως θα σε ποδοπατήσουν έτσι όπως κάλπαζαν με ορμή μέσα στο νερό. Οι πίδακες στα πόδια τους, έκαναν το γλυπτό να ζωντανεύει περισσότερο, αφού έδινε την αίσθηση της κίνησης. Όπως τότε, το καλοκαίρι στις διακοπές, που ξεπλένουμε όλες τις έγνοιες μας στο θαλασσινό νερό και τσαλαβουτάμε σαν μικρά παιδιά στην ακτή. Το βλέμμα τους αγέρωχο, περήφανο. Έχουν τον απόλυτο έλεγχο της ζωής τους και απολαμβάνουν τη φύση. Έτσι απλά, αυτονόητα, χωρίς να χρειάζεται να πάρουν άδεια από κανέναν.
 
Καλπάζουν στα νερά. Η φύση τούς ανήκει. Στο μυαλό μου έρχονται όλες εκείνες οι στιγμές που παρακάλεσα για μία άδεια από τη δουλειά μου προκειμένου να δραπετεύσω για ένα διήμερο. «Θα ήθελα δυο μέρες άδεια για το επόμενο Σαββατοκύριακο, αν γίνεται. Σας υπόσχομαι να έχω τελειώσει το project ως τότε. Θα είναι και η Κατερίνα πίσω για ό,τι χρειαστείτε» Εκλιπαρούμε για δυο μέρες. Δυο μέρες μόνο, να βρεθούμε στη φύση. Να ζήσουμε όπως αρμόζει σε όλα τα πλάσματα αυτού του πλανήτη. Δυο μέρες. Τούτα τα άλογα όμως έχουν όλες τις μέρες της ζωής τους να απολαύσουν τα θαύματα της γης. Ζουν στην αγκαλιά της μητέρας φύσης και είναι ήρεμα, γεμάτα ζωή. Γεννήθηκαν για να τρέχουν με δύναμη, διασχίζοντας ποτάμια και καταπράσινα λιβάδια. Αλήθεια, εμείς οι άνθρωποι για τι πράγμα είμαστε γεννημένοι; Για να ζούμε σε κλουβιά το ένα πάνω στο άλλο; Για να είμαστε δέσμιοι των επιθυμιών και φιλοδοξιών μας; Για να καταστρέφουμε ο,τι όμορφο μας προσφέρει απλόχερα η φύση;
 
Κοίταξα τον εαυτό μου στην απέναντι τζαμαρία. Ήμουν καλοντυμένη. Με ένα σφιχτό στηθόδεσμο που έκανε το στήθος μου πιο ελκυστικό έτσι όπως διαγραφόταν μέσα από το αέρινο πουκάμισο με το ανοιχτό ντεκολτέ. Η στενή μου φούστα με κολάκευε κι ας με εμπόδιζε να περπατήσω άνετα. Τα ψηλά τακούνια μου, έκαναν τις γάμπες μου να φαίνονται ιδιαίτερα καλλίγραμμες. Την πλήρωναν βέβαια οι άμοιρες οι πατούσες μου, στριμωγμένες, κακοποιημένες μέσα στο στενό καλούπι, πάλευαν να ισορροπήσουν το βάδισμά μου. Ξαφνικά ένιωσα πόσο λάθος ήταν όλο αυτό που έβλεπα. Πόσο λάθος ζούσαμε όλοι μας. Κοιτούσα γύρω μου κι ήθελα να φωνάξω. «Μα τι κάνουμε εδώ; Τι είναι αυτά που φοράμε; Τι είναι αυτά που κρατάμε; Άνθρωποι , ξυπνήστε!»
 
Φαντάστηκα να πετάω τα στενάχωρα τακούνια και τα άβολα ρούχα μου και να πλατσουρίζω γυμνή και χαρούμενη παρέα με τα άλογα. Ύστερα να ανεβαίνω στη ράχη του αλόγου που ήταν ήδη σκυμμένο σαν να με περίμενε και να ταξιδεύω σε μέρη ονειρικά! Τοπία παρθένα, απάτητα από τους ανθρώπους. Καταπράσινα λιβάδια ανθοστολισμένα με πανέμορφα αγριολούλουδα. Ορμητικά ποτάμια με γάργαρα νερά. Αγέρωχα, πανύψηλα βουνά και άσπρες ακρογιαλιές. Κι εγώ να τα διασχίζω όλα αυτά, καβάλα στο άλογό μου, με τα μαλλιά μου λυμένα να ανεμίζουν και τα μάτια μου όλο λάμψη και όρεξη για ζωή.
 
– Άργησα;
– Ε, όχι, καθόλου. Είπα ξαφνιασμένη καθώς αναδύθηκα απότομα από τις σκέψεις μου.
– Πάμε; Είπε εκείνη με τον καφέ στο χέρι.
– Πάμε. Είπα και σβήστηκε με μιας το περίεργο χαμόγελο από τα χείλη μου. Βαδίσαμε βιαστικά προς τη στάση του μετρό. Γύρισα πίσω μου να ξαναδώ, για ένα δευτερόλεπτο, το άλογο με τη χαμηλωμένη ράχη. Ύστερα κοίταξα εμπρός, περιμένοντας το φανάρι να ανάψει πράσινο.

About Guest Μεταξύ μας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει